Ολοκληρώθηκε λίγο μετά τις 09:00 ή διέλευση 44 μικρών λεωφορείων με 510 περίπου Τουρκοκυπρίους, μέσω του οδοφράγματος του Λιμνίτη για τη μετάβαση στα Κόκκινα όπου θα παραστούν στους «εορτασμούς», που γίνονται κάθε χρόνο για την επέτειο των βομβαρδισμών της Τηλλυρίας από την τουρκική αεροπορία, σύμφωνα με τον Πρόεδρο της Επιτροπής για τη διάνοιξη των οδοφραγμάτων Τηλλυρίας, Ανδρέα Καρό.
Συγκινητική ιστορία… Βρήκε τον 17χρονο που τη βοήθησε 47 χρόνια μετά την εισβολή.
«Οι συμπτώσεις είναι ο τρόπος του Θεού να παραμείνει ανώνυμος», είχε πει κάποτε ο Albert Einstein. Μία φράση που ταιριάζει απόλυτα στην περίπτωση της κας. Ξένιας και του κ. Λουκά, που γνωρίστηκαν κατά την διάρκεια της τουρκικής εισβολής, όμως για 47 χρόνια δεν ήξερε ο ένας την τύχη του άλλου. Μέχρι τις 20 Ιουλίου 2021...
Με αφορμή την μαύρη επέτειο της Τουρκικής Εισβολής, η κα. Ξένια Ευστρατίου-Πολυκάρπου, μίλησε στον REPORTER και θυμήθηκε όλα όσα πέρασε από τα πρώτα λεπτά που εισέβαλε στο νησί ο κατοχικός στρατός, την πορεία που έκανε με την οικογένειά της και άλλους γείτονες μέσα στη νύκτα, για να φτάσουν στο Μπελαπάις, τους στρατιώτες που βρήκαν στο δρόμο και ενώθηκαν μαζί τους, τους πέντε μήνες που έμεινε εγκλωβισμένη, μέχρι τη λύτρωση. Ένα χαρακτηριστικό σημείο στη συνέντευξή της ήταν όταν η γιαγιά της, στην προσπάθεια που έκαναν να φτάσουν στο Μπελαπάις, είχε κουραστεί και τους είπε «προχωράτε παιδιά μου και εν να μείνω πίσω εγώ». Τότε, ο ένας από τους στρατιώτες που ήταν μαζί τους, την πλησίασε, της είπε «όχι γιαγιά, εν να πάμε να σωθούμε ούλλοι», την ανέβασε στους ώμους του και την κουβάλησε.
Αυτό το σημείο, αυτή η εικόνα, ήταν ικανή για να αρχίσουν όλα. Ο Βάσος Θεμιστοκλέους, ο γιος του στρατιώτη, που τον λένε Λούκα, με το που διάβασε τη συνέντευξη της κας. Ξένιας και σκέφτηκε ότι κάτι του θυμίζει. Στο μυαλό του άρχισαν να έρχονται όλες οι ιστορίες που άκουσε από τον πατέρα του για την Τουρκική Εισβολή και τότε κατάλαβε ότι οι δύο αυτές ιστορίες συνάδουν. Ο Βάσος, που τότε ήταν αγέννητος, σήμερα αποτέλεσε τον συνδετικό κρίκο για να ενωθεί αυτός ο 17χρονος στρατιώτης με την οικογένεια που βοήθησε και τον βοήθησε τότε.
«Όταν διάβασα το άρθρο, αισθάνθηκα πρώτα έκπληξη, επειδή ήταν μία ιστορία που μου έλεγε πάντα ο πατέρας μου. Όταν άνοιξα το άρθρο, το διάβασα και με έπαιρνε η ιστορία, όπως το περίμενα. Το έστειλα στην αδελφή μου και της είπα “διάβαστο, εν τούτα που μας ελάλε ο παπάς”. Δεν μου έδωσε σημασία και μετά που επικοινώνησα με τον REPORTER, έστειλα στην κυρία Ξένια, η οποία επέμενε ότι τον έλεγαν Γιώργο. Μετά σκέφτηκα ότι θα ήταν καλά να βρεθούν μεταξύ τους οι δύο τους. Νιώθω μία ικανοποίηση που λύθηκε όλο αυτό».
Η ιστορία μέσα από τα μάτια του κ. Λούκα
Η κα. Ξένια μας διηγήθηκε την ιστορία, όπως η ίδια την έζησε, στην συνέντευξη που στάθηκε η αφορμή για να καταφέρει να επανενωθεί με τον κ. Λούκα. Στη νέα μας συνάντηση, ήταν η σειρά του κ. Λούκα να μας διηγηθεί πώς έζησε ο ίδιος τα γεγονότα.
«Το 1974 ήμουν στρατιώτης. Μέσα στον πόλεμο, κάναμε οπισθοχώρηση, από τον Άγιο Γεώργιο Κερύνειας και καταλήξαμε στη χαράδρα που συναντηθήκαμε με την οικογένεια της Ξένιας και τους χωριανούς. Εγώ ήμουν με δύο τραυματίες και ακόμη ένα στρατιώτη. Καταλήξαμε στην χαράδρα και όπως ήμασταν εκεί, ακούσαμε κάτι μουρμουρητά. Σήκωσα το όπλο πάνω και είπα “αλ τι σει” και μου είπαν “είμαστε Έλληνες”. Ξεκινήσαμε όλοι μαζί.
Μαζί ήταν και η γιαγιά της Ξένιας. Όπως ξεκινήσαμε για να πάμε, η γιαγιά με βοηθούσε στον ένα τραυματία, που είχε πληγεί στην κοιλιά και τον κρατούσαμε. Του έδινε νερό. Θυμόμουν και το φόρεμα που φορούσε εκείνη την ημέρα. Ήταν ένα σκούρο με κουκκίδες. Έρχεται στα μάτια μου η γιαγιά. Τους άλλους δεν τους θυμάμαι, αλλά την γιαγιά που ήταν δίπλα μου και με βοηθούσε με τον στρατιώτη τον τραυματία την θυμάμαι. Σε μία φάση, έξω από τη Θέρμια, ακούσαμε τα άρματα των Τούρκων. Οι δύο κοπέλες που ήταν μαζί μας, φορούσαν λευκά, η μία ήταν η Ξένια. Εγώ έβγαλα το πουκάμισο μου και της το φόρεσα, για να μην μας δουν. Έφυγαν τα άλματα, προχωρήσαμε, βρήκαμε τους νεκρούς στη Θέρμια και φωτιές. Περπατούσαμε με τις φωτιές, μόνο έτσι βλέπαμε. Στο δρόμο μας είχε και ένα γκρεμό και μία γυναίκα παραλίγο να πέσει μέσα. Την τραβούσαμε για να μην πέσει. Ρίξαμε και πέτρα για να δούμε το βάθος.
Η γιαγιά δεν μπορούσε να περάσει μέσα από τις φωτιές και την έπιασα, την έβαλα στο ώμο μου και προχωρήσαμε. Φτάσαμε σε μία εκκλησία, ανάψαμε το κερί μας, προσευχηθήκαμε, προσκυνήσαμε και προχωρήσαμε. Μπήκαμε στο Μπελαπάις, μία οικογένεια μας έβαλε φαγητό, μας έκαναν καφέ, έδωσαν γάλα, τσάι και φάγαμε. Μετά προχωρήσαμε στο Αβαείο του Μπελαπάις και αυτό ήταν. Πήγαμε τους τραυματίες εκεί και μετά χαθήκαμε.
Τόσα χρόνια, επειδή δεν ήμουν της τεχνολογίας, δεν προσπάθησα να τους βρω. Ούτε με τους άλλους δύο στρατιώτες που ήμουν μαζί τους είχα επαφές. Ο γιος μου, διάβασε το άρθρο και μου είπε ότι μία κοπέλα είπε την ιστορία που τους έλεγα τόσα χρόνια. Επικοινώνησε μαζί της και του είπε ότι τον στρατιώτη τον έλεγαν Γιώργο, επειδή είχαμε πάει στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Επέμενε ο γιος μου και του είπε η Ξένια να της δώσει το τηλέφωνο μου, αφού η ιστορία ήταν η ίδια. Με πήρε τηλέφωνο η Ξένια και τυχαία ήμουν στην κόρη μου στη Λευκωσία. Της είπα να έρθει να γνωριστούμε και συνδεθήκαμε. Γνώρισα και τον αδελφό της, ο όποιος μένει λίγο πιο μακριά από το χωριό που μένω εγώ. Είχε έρθει στο σπίτι μου και όταν τον είδα, τον κατάλαβα αμέσως, επειδή μας έδειξε φωτογραφίες η Ξένια.
Σαρανταεπτά χρόνια δεν ήξερα την Ξένια και την οικογένεια της. Μόνο την νύχτα που είχαμε συναντηθεί. Ούτε τους άλλους στρατιώτες ήξερα. Μόνο τον ένα που ήταν γαμπρός μου. Τον Ανδρέα τον βρήκα φέτος, τον άλλο τραυματία δεν ξέρω αν ζει η αν πέθανε. Πριν συναντηθώ με την Ξένια, με πήρε τηλέφωνο ο ένας στρατιώτης που είχε τραυματιστεί στο πόδι. Δούλευε στη Cyta, είχε ανάμειξη με το 212 τάγμα, βρήκε το όνομά μου από κάποιες καταθέσεις και με πήρε τηλέφωνο. Με πήρε τηλέφωνο και μου είπε “ρε, αυτό και αυτό συνέβη” του είπα “ναι, ποιος είσαι;”. Μου απάντησε “μου έδυσες το πόδι μου όταν τραυματίστηκα” και μου είπε “θέλω να γνωριστούμε επειδή είσαι ο σωτήρας μου”. Γνωριστήκαμε και με εκείνο και θέλουμε να έχουμε μία φιλική επικοινωνία.
Μέχρι το Αβαείο του Μπελαπάις ήμουν μαζί τους. Από εκεί και πέρα, ήμουν με τον Ανδρέα μέχρι ένα άλλο χωριό, τον άλλο δεν τον ξαναείδα από τότε. Δεν ξέρω αν ζει ή αν πέθανε».
Η στιγμή της συνάντησης
Ένα τηλεφώνημα. Αυτό μόνο χρειάστηκε για να βρεθούν οι δύο τους. Μετά την επικοινωνία της κας. Ξένιας με τον γιο του κ. Λουκά, τον πήρε τηλέφωνο και της είπε αμέσως να συναντηθούν.
«Εγώ δεν πίστευα ότι ήταν ο στρατιώτης και μου είπε έλα από εδώ να γνωριστούμε. Επέμενα ότι τον στρατιώτη τον έλεγαν Γιώργο και ο Βάσος μου έλεγε ότι τον λένε Λούκα. Του είπα ότι δεν θα είναι εκείνος, όμως επέμενε. Μου είπε για το πουκάμισο το στρατιωτικό. Αμφέβαλλα και έβαλα τον εαυτό μου να γίνει 14 ετών και θυμήθηκα ότι έβλεπα τον στρατιώτη και τον ρώτησαν από που έρχονταν και είπε από τον Άγιο Γεώργιο. Τότε είπα “μήπως γι’ αυτό το σύνδεσα και νόμιζα ότι τον λένε Γιώργο;”. Ίσως να το έφτιαξα εγώ με το μυαλό μου.
Μέχρι να φτάσω, κάπνισα τρία τσιγάρα και είχα αγωνία. Λέω “είναι δυνατό να είναι αυτός ο άνθρωπος και να τον δούμε μετά από 47 χρόνια;”. Ήταν στο σπίτι της κόρης του και πήγα λίγο διστακτικά. Με είδε και μου είπε “δε με να δούμε. Είμαι τζείνος;”. Εγώ θυμούμουν ένα ψηλό, λεπτό άνθρωπο. Δεν άλλαξε πολύ σωματικά. Θυμόμουν ένα δεκαοκτάχρονο στρατιώτη. Αγκαλιαστήκαμε λες και ήταν ένα μέλος της οικογένειας που έχει χρόνια να τον δω. Ακόμη μέσα μου, όμως, είχα μία αμφιβολία και του είπα να μου πει την ιστορία όπως τη θυμάται. Και μου τα είπε. Ο κ. Λούκας δεν διάβασε το ρεπορτάζ, μόνο ο γιος του. Άρχισε και μου έλεγε την ιστορία. Μου είπε για την γιαγιά μου που μας είπε να φύγουμε και μου είπε και ότι της απάντησε “όχι γιαγιά θα σωθούμε όλοι μαζί”. Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχουν λόγια για να το περιγράψεις.
Η κόρη του κ. Λούκα ζει τόσο κοντά σε μένα, αλλά ήμασταν τόσο μακριά. Μια φίλη μου είπε ότι το σύμπαν συνωμότησε για να γίνουν τα πράγματα έτσι επειδή έπρεπε να κλείσει αυτός ο κύκλος. Όλοι είχαμε την απορία τι έγιναν οι στρατιώτες. Σκεφτόμαστε να πάμε στο Πάμε Πακέτο, αλλά δεν το κάναμε ποτέ. Έπρεπε να γίνει αυτή η συνέντευξη για να γίνει αυτό. Η αδελφή μου έγραψε ένα ποίημα για τον άγγελο της γιαγιάς μου. Ήταν για τον κύριο Λούκα. Όταν το είπα στην οικογένεια μου ότι βρήκα τον ένα στρατιώτη συγκινήθηκε. Οι ηλικιωμένοι είναι και λίγο ανέκφραστοι, είναι εσωστρεφείς, αλλά είδα τη θλίψη της μάμας μου στο βλέμμα της. Όταν τους πεις μία λέξη περί πολέμου, ξυπνούν όλα μέσα της και άρχισε να με ρωτά “ο άλλος στρατιώτης; Ο άλλος που τραυματίστηκε σοβαρά;” και της είπα ότι δεν ξέρουμε ακόμη τίποτε για εκείνο. Τότε, αν δεν βρισκόμασταν θα ήταν αμφίβολη η ζωή και των με και των δε, τελικά ενωθήκαμε».
Ο κ. Λούκας, από τη δική του πλευρά, ανέφερε για τη συνάντηση ότι «με έπιασε τηλέφωνο η Ξένια, πριν να μου πει ο γιος μου ότι επικοινώνησε μαζί της και της είπα να έρθει να βρεθούμε. Της είπα όλη την ιστορία που θυμούμουν. Ήμουν λίγο ταραγμένος, αλλά είχα προαίσθηση ότι με εκείνα τα άτομα θα συναντηθώ. Όταν συναντήθηκα με τον Ανδρέα, σκέφτηκα μακάρι να βρεθώ και με κάποιο από τις οικογένειες που βρήκα στο δρόμο. Δεν έκανα καμία ενέργεια, για να τους βρούμε. Δώσαμε καταθέσεις για τον πόλεμο, αλλά δεν έκανα κάποια ενέργεια άλλη. Κάθε Ιούλιο, όταν ήταν μικρά τα παιδιά μου, καθόμασταν στην βεράντα και τους έλεγα αυτές τις ιστορίες της εισβολής. Τους έλεγα ότι βρήκα στο δρόμο μου μια ομάδα με γυναικόπαιδα και πώς τους βοήθησα.
Μήνυμα προς όλους
Ο κ. Λούκας θέλησε να στείλει και ένα μήνυμα προς όλους. «Όσοι πέρασαν μέσα στον πόλεμο δυσκολίες και ταλαιπωρίες, να έχουν ένα κουράγιο και οι δικοί τους θα βρεθούν. Όπως βρήκα εγώ, μετά από 47 χρόνια την οικογένεια που βοήθησα και με βοήθησε, εύχομαι για όλους να βρεθούν. Και να μην ξαναγίνει πόλεμος, για τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας και ο κόσμος να καταλαβαίνει τον πόνο των εγκλωβισμένων και των προσφύγων».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου