Μια βίαια χρονια που μπορεί να φέρει νέες παγκόσμιες συγκρούσεις
προβλέπει το RIAC. Το ενδεχόμενο προσάρτησης της Κοιλάδας του Ιορδάνη
από το Ισραήλ και οι εξελίξεις σε Ιράν και Λιβύη. Ο ρόλος της Τουρκίας
και τα παιχνίδια Ερντογάν.
Μετάφραση-Επιμέλεια: Άννα Φαλτάϊτς.
Ως τη δυσκολότερη και πιο δραματική χρονιά από την αρχή του 21ου αιώνα χαρακτηρίζει το Ρωσικό Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων
(RIAC) το 2020, τονίζοντας πως θα είναι κρίσιμο για τη διαμόρφωση του
κόσμου τα επόμενα 20-25 χρόνια, θέτοντας τις βάσεις για την ανάδυση ενός
νέου συστήματος διεθνών σχέσεων μέσω της κατάρρευσης των στοιχείων του
τωρινού συστήματος.
Το 2019 σημαδεύτηκε από τις αυξανόμενες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας. Η τάση αυτή θα αποκτήσει δυναμική φέτος, οδηγώντας στην κατάρρευση κυβερνήσεων και σε πραξικοπήματα, ενώ παράλληλα θα οδηγήσει χώρες στο χάος των αυξανόμενων διαδηλώσεων. Αυτή η τάση δεν θα περιοριστεί μόνο στις προβληματικές περιοχές, αλλά θα γίνει νόρμα και σε αναπτυγμένες χώρες.
Οι αντιπαραθέσεις σε παγκόσμιο επίπεδο θα αυξηθούν, καθιστώντας τις διεθνείς σχέσεις πιο εκρηκτικές από ποτέ. Οι εντάσεις μέσα στις κοινωνίες αυξάνονται, ενώ οι κυβερνήσεις είναι ανίκανες να αντιμετωπίσουν τις εντάσεις αυτές έγκαιρα και σωστά, καθώς ακολουθούν παρωχημένες αρχές που δεν έχουν προσαρμοστεί σε έναν κόσμο που αλλάζει δυναμικά. Επιπλέον, σύμφωνα με τις στατιστικές, ήδη υπάρχουν συγκεκριμένα προειδοποιητικά σημάδια πως η παγκόσμια οικονομία κινείται με ταχύ ρυθμό προς τη νέα χρηματοπιστωτική κρίση που θα επηρεάσει όλες τις οικονομίες.
Η ένταση στη Μέση Ανατολή θα αυξηθεί όχι μόνο σε όρους κλιματικής αλλαγής, αλλά και λόγω των εκρηκτικά αυξανόμενων προκλήσεων που έχουν να αντιμετωπίσουν οι χώρες της περιοχής, οι περισσότερες από τις οποίες δεν μπορούν να επιλυθούν. Έτσι, το RIAC προβλέπει πως η χρονιά που διανύουμε θα είναι πιο βίαιη και πως υπάρχει μεγάλη πιθανότητα πρόκλησης νέων παγκόσμιων συγκρούσεων.
Μια από τις βασικές περιοχές παγκόσμιων εξελίξεων θα είναι η Μέση Ανατολή, όπου πολλές χώρες βρίσκονται στο χείλος της οικονομικής και πολιτικής αστάθειας. Καθώς πάνω από το 70% του πληθυσμού στη Μέση Ανατολή είναι νέοι, η αυξημένη πρόσβαση στο διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θα τους προσφέρει άμεση πληροφόρηση από την πηγή, κάτι που θα θέσει σε κίνδυνο ορισμένα από τα δεσποτικά καθεστώτα της περιοχής, αφού θα δημιουργηθούν νέοι μηχανισμοί διαδηλώσεων και διαμαρτυριών, που δεν θα μπορούν να ελεγχθούν από της κυβερνήσεις.
Οι υπηρεσίες πληροφοριών των κρατών αυτών δεν θα μπορούν να ελέγξουν τα ψηφιακά μέσα, από τα οποία οι ακτιβιστές θα καλούν σε διαδηλώσεις για τη διάσωση των άνεργων νέων, για την καταπολέμηση της ανισότητας των φύλων και για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, επιταχύνοντας τον κοινωνικό και πολιτικό μετασχηματισμό.
Επιπλέον,
το κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ των κοινωνιών και των κυβερνήσεων της
Μέσης Ανατολής θα καταρρεύσει και θα αποτύχει, καθώς οι πολίτες θα
απαιτήσουν να ικανοποιηθούν περαιτέρω οι οικονομικές και κοινωνικές τους
ανάγκες, σε μια περίοδο μάλιστα που ο λαϊκισμός στη Δύση βρίσκεται στα
ύψη, με αποτέλεσμα να απειληθεί ολόκληρη η παγκόσμια τάξη. Η ένταση
μεταξύ των κυβερνωσών ελίτ και των πολιτών θα οδηγήσει σε αλλαγές στην
περιφερειακή πολιτική γεωγραφία.
Καθώς οι αρχές των υπερδυνάμεων είναι αντικρουόμενες, θα υπάρξει μεγάλος κίνδυνος συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή, στις σφαίρες επιρροής του Ιράν, της Σαουδικής Αραβίας, του Ισραήλ, της Τουρκίας και άλλων αναδυόμενων περιφερειακών δυνάμεων που θα επιδιώξουν να παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο στις τοπικές και παγκόσμιες υποθέσεις, επιχειρώντας να διαμορφώσουν έναν πολύ-πολικό κόσμο.
Η επιμονή των συγκρούσεων και η απουσία πραγματικά αποτελεσματικών πολιτικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων δεν θα μειώσουν την φτώχεια, καθώς οι τιμές του πετρελαίου δεν αναμένεται να επιστρέψουν στα ύψη του παρελθόντος, με αποτέλεσμα οι κυβερνήσεις να αναγκαστούν να περιορίσουν τις πληρωμές σε ρευστό και τις επιδοτήσεις.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πιθανότατα θα γίνουν η βασική πηγή επαναστατικών ενεργειών και συντονισμού, αναγκάζοντας τις κυβερνήσεις να κλείσουν το διαδίκτυο προκειμένου να πατάξουν τα κινήματα διαμαρτυρίας. Αν και λαμβάνοντας υπ’ όψιν την αυξανόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια, τα μέτρα αυτά θα σταματήσουν να είναι τόσο αποτελεσματικά και, αντιθέτως, θα γίνουν επικίνδυνα και αντιπαραγωγικά, οδηγώντας σε ευρύτερες λαϊκές εξεγέρσεις.
Το RIAC δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ενός νέου κύματος της «Αραβικής Άνοιξης»,
παρόμοιο με αυτό που παρατηρήθηκε στις περιπτώσεις της Συρίας, της
Λιβύης αλλά και της Υεμένης, καθώς οι τρομακτικές κοινωνικές και
οικονομικές ανισότητες θα μεγαλώσουν λόγω της ενδυνάμωσης των
σεκταριστικών, εθνοτικών, ιδεολογικών, περιφερειακών και φυλετικών
ταυτοτήτων.
Στις περιπτώσεις της Συρίας, της Λιβύης και της Υεμένης, οι περιφερειακές δυνάμεις με τη στήριξη παγκοσμίων δυνάμεων καλλιέργησαν τις διαφορές για να δρέψουν μεγαλύτερα οφέλη. Αυτό έγινε μέσω της διαίρεσης των χωρών αυτών, προκειμένου οι βιομηχανίες και οικονομίες ορισμένων εξ αυτών των περιφερειακών και παγκόσμιων δυνάμεων να ανθίσουν. Μέχρι το 2021, αναμένεται επίσης πως το Ισλαμικό «στρατόπεδο», που απαρτίζεται από ομάδες Μουσουλμανικών εθνών, θα κατακερματιστεί, με αποτέλεσμα άλλα Ισλαμικά «στρατόπεδα» της Άπω Ανατολής και Κεντρικής Ασίας, αλλά και Αφρικής, να έρθουν σε ανταγωνισμό με το Ισλαμικό «στρατόπεδο» του οποίου ηγείται η Σαουδική Αραβία.
Έτσι, ο ανταγωνισμός δεν θα περιορίζεται μόνο σε μια αντιπαράθεση μεταξύ Σιιτών και Σουνιτών, αλλά επίσης θα υπάρξουν αυξανόμενες μάχες εξουσίας εντός των πολιτικοθρησκευτικών στρατοπέδων των Σουνιτών (Τουρκία-Σαουδική Αραβία, Σιγκαπούρη, Νιγηρία και Ινδονησία).
Ένας άλλος διχασμός θα υπάρξει μεταξύ χωρών που στηρίζουν το μετριοπαθές Ισλάμ και αυτών που ισχυρίζονται πως στηρίζουν το μετριοπαθές Ισλάμ αλλά στην πραγματικότητα χρηματοδοτούν πυρήνες εξτρεμισμού.
Το 2020, η εξασθένηση των κρατικών φορέων σε πολλές χώρες της Μέσης Ανατολής θα δημιουργήσει ευνοϊκά περιβάλλοντα για την ενίσχυση της συλλογικής ταυτότητας στην εγχώρια και διεθνή κοινότητα. Κατά τον ίδιο τρόπο, τα δεσποτικά πολιτικά καθεστώτα εξακολουθούν να εξαλείφουν τη διαφορετικότητα ως βασικό στοιχείο της εξουσίας και της αδυναμίας. Τέτοιες αντιδημοκρατικές κυβερνήσεις της Μέσης Ανατολής θα προχωρήσουν περαιτέρω με την αδιαμφισβήτητη ή ξεκάθαρη διάσπαση των μειονοτήτων, αγνοώντας τα μπλοκ της αντιπολίτευσης και τους ακτιβιστές.
Η Ουάσινγκτον θα συνεχίσει να κλιμακώνει την πίεση στο Ιράν χρησιμοποιώντας ως εφαλτήριο την Ευρώπη για περαιτέρω κυρώσεις κατά της Τεχεράνης και το Ιράν πιθανότατα θα εξετάσει περαιτέρω κινήσεις χρησιμοποιώντας τους αντιπρόσωπούς της για επιθέσεις παρόμοιες με αυτήν που πραγματοποιήθηκε στο διυλιστήριο της Aramco.
Η πολιτική αστάθεια θα συνεχίσει να πλήττει την περιοχή της Μέσης Ανατολής. Ενώ οι διαδηλώσεις στο Ιράκ και στον Λίβανο θα συνεχίσουν να πετυχαίνουν τους στόχους τους με τη διεθνή στήριξη, πολλές διαδηλώσεις θα προκληθούν σε άλλα κράτη της Μέσης Ανατολής, αρχίζοντας από το Ιράν, την Τουρκία, την Αίγυπτο, την Αλγερία και ορισμένα κράτη του Κόλπου. Καθώς οι φιλοϊρανικές δυνάμεις θα ελέγχουν το Ιράκ και τον Λίβανο, η Τεχεράνη πιθανότατα θα πείσει τους συμμάχους της να κάνουν κάποιες υποχωρήσεις. Αυτό θα απαιτήσει την παρέμβαση και των Φρουρών της Επανάστασης, όταν χρειαστεί.
Έτσι, τα βασικά σημεία αναφοράς του 2020 θα είναι τα εξής: Η επίπτωση των παγκόσμιων οικονομικών τάσεων στην εγχώρια πολιτική και η επιρροή των μαχών εξουσίας των περιφερειακών δυνάμεων στους πολέμους σε Συρία, Υεμένη, Ιράκ και Λιβύη.
Με πολλούς τρόπους, οι δυναμικές αυτές αλληλοσυνδέονται και αλληλοτροφοδοτούνται. Ωστόσο, οι ενδείξεις αυξημένης επαφής της Ρωσίας με χώρες όπως η Αίγυπτος και η Ιορδανία θα πρέπει να ειδοθούν υπό το πρίσμα της απεμπλοκής των ΗΠΑ από την περιοχή, η οποία ξεκίνησε κατά τη διάρκεια της προεδρίας Ομπάμα, και της ανησυχίας για την ανοργάνωτη και χαοτική εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Τραμπ.
Επιπλέον, αν η κυβέρνηση των ΗΠΑ ανακοινώσει την πολυαναμενόμενη «συμφωνία του αιώνα», αυτό θα ωθήσει πολλές χώρες της Μέσης Ανατολής που δεν έχουν ειρηνευτική συμφωνία με το Ισραήλ, να συμφιλιωθούν και να αποκτήσουν δεσμούς ακόμα και αν η σύγκρουση Ισραήλ-Παλαιστινίων δεν επιλυθεί στη βάση της Αραβικής Ειρηνευτικής Πρωτοβουλίας.
Ως εκ τούτου, θα υπάρξουν διαδηλώσεις σε αρκετές χώρες στη Μέση Ανατολή, χωρίς όμως κάποιο ρυθμιστικό πλαίσιο που θα φέρει καθεστωτικές αλλαγές. Άλλωστε, οι οικονομικές συνθήκες θα επιδεινωθούν, οδηγώντας σε περισσότερες εντάσεις.
Η προσοχή θα βρίσκεται στην επίλυση της κρίσης στη Συρία, ωστόσο οι σχέσεις Ρωσίας-Τουρκίας θα επηρεαστούν από την παρέμβαση Ρωσίας-Συρίας-Ιράν πιο κοντά στα τουρκικά σύνορα. Η απειλή που θα αποτελούσε κάτι τέτοιο για τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις θα μπορούσε να προκαλέσει πόλεμο δι’ αντιπροσώπων στη Συρία, ή τουλάχιστον στα Βορειοδυτικά της χώρας.
Ο Λίβανος και το Ιράκ θα μπορούσαν να περάσουν μια φάση μεγάλης εσωτερικής αναταραχής, που θα μπορούσε είτε να εδραιώσει τη δύναμη του Ιράν και στις δυο χώρες, ή να οδηγήσει σε εμφύλιο πόλεμο με τον σχηματισμό τεχνο-πολιτικής κυβέρνησης που θα απαρτίζεται τόσο από πρώην πολιτικούς όσο και από τεχνοκράτες.
Έχοντας γίνει πεδίο μάχης των ΗΠΑ και του Ιράν, το Ιράκ κινδυνεύει με σοβαρή αστάθεια και ανασφάλεια λόγω των περιφερειακών και διεθνών παρεμβάσεων στις εσωτερικές του υποθέσεις. Έχει γίνει εμφανές πως όταν το κοινοβούλιο του Ιράκ ζήτησε από τους Αμερικάνους και τον διεθνή συνασπισμό να αποσυρθούν από το Ιράκ, οι Αμερικανοί απέρριψαν το αίτημα, σε μια ένδειξη πως σε όποιες χώρες υπάρχουν αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις, τα κράτη αυτά δεν θα έχουν ανεξαρτησία ή κυριαρχία να πουν «όχι» στους Αμερικάνους που έχουν το «πάνω χέρι» σ’ αυτές τις χώρες πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά, σχολιάζει το RIAC. Όπως επισημαίνει, το πρώτο μέτρο που θα επέβαλλαν οι ΗΠΑ στο Ιράκ –αν δεν αποσύρει το αίτημα για απόσυρση των διεθνών στρατευμάτων- θα ήταν η επιβολή οικονομικών και χρηματοπιστωτικών κυρώσεων που θα επηρέαζαν σοβαρά τις οικονομικές δραστηριότητες της χώρας και θα δημιουργούσαν πολλά χρηματοοικονομικά και πολιτικά ζητήματα, με στόχο να πιεστούν οι πολιτικοί του Ιράκ να επανεξετάσουν τη σχέση τους με το Ιράν και να ζητήσουν από τα Ιρανικά στρατεύματα -αντί από τους Αμερικάνους- να αποχωρήσουν από τη χώρα.
Η προοπτική εδραίωσης μιας σταθερής και δημοφιλούς κυβέρνησης στο Ιράκ, η οποία θα μπορεί να αντιμετωπίσει τις πραγματικές κοινωνικές και οικονομικές ανησυχίες, να βάλει τέλος στη διαφθορά και να περιορίσει την όποια ξένη παρουσία και παρεμβολή στη χώρα, είναι ελάχιστη. Η αστάθεια θα δημιουργεί βία, οι δυσκολίες της κυβέρνησης θα τροφοδοτούν τη δυσαρέσκεια και θα μπορούσαν να σηματοδοτήσουν την επιστροφή των τρομοκρατικών ενεργειών στο Ιράκ, καθώς πολλές χώρες προτιμούν τη χώρα να βρίσκεται υπό τη συνεχή απειλή του τζιχαντισμού, καθώς αυτό εγγυάται την υποταγή της χώρας στη Δύση.
Σύμφωνα με το RIAC, ειδήμονες προβλέπουν πως οι προοπτικές της Ιορδανίας για το 2020 θα είναι πολλά υποσχόμενες, καθώς η χώρα δεν εμπλέκεται στις περιφερειακές εντάσεις. Αν και η ιορδανική διπλωματία συνεχίζει να ακροβατεί σε ό,τι αφορά την πολιτική της στη Μέση Ανατολή, η χώρα παρακολουθεί στενά τις εξτρεμιστικές φατρίες και την ηγεσία των τρομοκρατικών ομάδων που επιδιώκουν να αποκαταστήσουν την εξουσία τους και να εξελιχθούν σε ένα πιο ισχυρό χαλιφάτο, βασιζόμενα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να επιστρατεύσουν μέλη και να εξαπολύσουν επιθέσεις.
Οι διμερείς σχέσεις Ιορδανίας-Ισραήλ θα είναι τεταμένες λόγω της αδιαλλαξίας του Ισραήλ σε ό,τι αφορά το Παλαιστινιακό ζήτημα, την Ανατολική Ιερουσαλήμ και την προσδοκία πως η ισραηλινή κυβέρνηση θα προσαρτήσει την Κοιλάδα της Ιορδανίας, ασκώντας μεγαλύτερη πίεση στους Παλαιστίνιους της περιοχής αυτής να μετακινηθούν στην Ιορδανία, προκαλώντας τεράστιο βάρος στο Ιορδανικό καθεστώς.
Η Συρία θα δει μια εθνική συμφιλίωση, καθώς οι εσωτερικές και εξωτερικές δυναμικές ανοίγουν τον δρόμο προς την κατεύθυνση αυτή. Ωστόσο, η Συρία δεν θα επιστρέψει στην προ του 2011 κατάστασή της, καθώς το συριακό καθεστώς θα το σκεφτεί καλά προτού σχεδιάσει και ενεργήσει με τρόπο που να εξυπηρετεί τους ανθρώπους, τις επιχειρήσεις και τις νέες γενιές που έχουν ζήσει τον πόλεμο και έχουν κάνει θυσίες.
Εν τω μεταξύ, η Μόσχα και η Τεχεράνη θα προσπαθήσουν να εξασφαλίσουν πως τα συμφέροντά τους στη Συρία δεν θα πατούν σε σαθρό έδαφος μετά από όλες τις προσπάθειες που έχουν κάνει προκειμένου να προστατεύσουν το καθεστώς και να διατηρήσουν ενωμένη τη Συρία. Το προσχέδιο Συντάγματος που προτάθηκε θα εγκριθεί με βάση τη μερική αποκέντρωση εξουσίας, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει στην επιστροφή πολλών προσφύγων από ευρωπαϊκές και αραβικές χώρες.
Βόρεια Αφρική
Σημαντικές αναταράξεις αναμένει το RIAC στη Βόρεια Αφρική, ενώ εκτιμά πως πολλά κράτη της Βόρειας Αφρικής θα βρεθούν στα πρόθυρα της βίας, από την Αίγυπτο, το Σουδάν και τη Λιβύη, μέχρι την Αλγερία και τη Δυτική Σαχάρα, λόγω της ροής τρομοκρατών μαχητών από άλλα αφρικανικά κράτη. Οι μόνες δυο χώρες που θα είναι ασφαλείς από την τρομοκρατία και τη βία στη βόρεια Αφρική θα είναι το Μαρόκο και η Τυνησία.
Αντιθέτως, άλλες θα αντιμετωπίσουν κύματα τρομοκρατικών ενεργειών που θα πηγάζουν από το Μαλι, τη Νιγηρία, τη Σομαλία και το Τσαντ. Η δεύτερη εκδοχή της Αραβικής Άνοιξης θα πυροδοτηθεί στον Λίβανο και το Ιράκ, και θα εξαπλωθεί σε Αλγερία και Αίγυπτο για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους. Το αποτέλεσμα των περιφερειακών και διεθνών παρεμβάσεων και επεμβάσεων στις υποθέσεις της Λιβύης θα «γυρίσει μπούμερανγκ» στους γείτονές της και θα υπάρχει περαιτέρω άνοδος τρομοκρατικών οργανώσεων, οι οποίες θα επωφεληθούν των διεθνών και περιφερειακών ρήξεων και διαφωνιών σε κομβικής σημασίας συγκρούσεις στην Αφρική, όπου το Ιράν, η Τουρκία και ορισμένα κράτη του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου θα εμπλακούν σε πόλεμο δι’ αντιπροσώπων ο οποίος θα χωρίσει ορισμένες από τις χώρες αυτές λόγω σύγκρουσης συμφερόντων.
Το Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου
Τα κράτη του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου θα συνεχίσουν να επικεντρώνονται στις εντάσεις μεταξύ ορισμένων χωρών της Συνεργασίας, του ιράν και της Τουρκία. Όλα αυτά, θα εξαρτηθούν από το ποιος θα κερδίσει στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, ενώ η προσοχή θα είναι στραμμένη και στις εκλογές του Ισραήλ τον Μάρτιο του 2020.
Υεμένη
Η βασική σύγκρουση στον Κόλπο σήμερα εκτυλίσσεται στην Υεμένη και ο τρόπος για να τερματιστεί είναι προβληματικός για τα εμπλεκόμενα μέρη, αφού ο πόλεμος στην Υεμένη δεν αποκλιμακώνει καθώς το χάσμα μεταξύ των εμπόλεμων μερών παραμένει μεγάλο και, από ορισμένες απόψεις, αγεφύρωτο.
H Υεμένη θα συνεχίσει να είναι εμπόλεμη ζώνη και οι Χούτι θα ενεργήσουν ώστε να αποκτήσουν το «πάνω χέρι» στη βόρεια Υεμένη, απορρίπτοντας την οποιαδήποτε καθ’ υπαγόρευση ατζέντα για τον τερματισμό της σύγκρουσης, καθώς ο πόλεμός τους με άλλα μέρη και χώρες είναι ένας υπαρξιακός πόλεμος.
Το Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα θα προσπαθήσουν μέσω ορισμένων πρακτόρων να βάλουν στο στόχαστρο τον ηγέτη των Χούτι, Αμπντούλ Μαλέκ αλ Χούτι, για να αποτρέψουν τα όνειρα των Χούτι να έχουν δική τους πολιτική και στρατιωτική εξουσία στην Υεμένη και στην περιοχή.
Ταυτόχρονα, οι Χούτι θα αυξήσουν τους στόχους τους τόσο στη Σαουδική Αραβία, όσο και στα ΗΑΕ, αυτή τη φορά βάζοντας στο στόχαστρο οντότητες πολιτικών υπηρεσιών προκειμένου να στείλουν ισχυρότερα μηνύματα στις ηγεσίες τους.
Κουβέιτ
Στο Κουβέιτ, υπάρχει μια νέα κυβέρνηση και οι νέες κοινοβουλευτικές εκλογές θα διενεργηθούν το 2020, ανοίγοντας τον δρόμο για περισσότερη δημοκρατία στη χώρα. Ωστόσο, η περιφερειακή σύγκρουση μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας και του Ιράν θα έχει αντανάκλαση στο Κουβέιτ, καθώς η κοινότητα του Κουβέιτ είναι διχασμένη μεταξύ των δυο περιφερειακών δυνάμεων. Αναφορικά με το Σουλτανάτο του Ομάν, η χώρα θα συνεχίσει να ενεργεί ως γέφυρα μεταξύ της Τεχεράνης και των χωρών του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου, των Ευρωπαϊκών χωρών και των ΗΠΑ, συνεργαζόμενο ενεργά με το Ριάντ για να μπει τέλος στον πόλεμο στην Υεμένη.
Ωστόσο, η επιτυχία θα εξαρτηθεί από το πόση προσπάθεια μπορεί να κάνει ο νέος Σουλτάνος Χαϊτάμ μπιν Ταρέκ για τον τερματισμό των περιφερειακών εντάσεων.
Κατάρ
Η κρίση στο Κατάρ δεν αναμένεται να επιλυθεί, όπως φάνηκε και από την πρόσφατη σύνοδο του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου, καθώς η Ντόχα δεν αλλάζει στάση. Επιπλέον, όπως δείχνουν οι πρόσφατες εξελίξεις στην περιοχή, το Κατάρ προσπαθεί να προσεγγίσει το Ιράν σε βάρος των γειτόνων του από το Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου προκειμένου να αποτελέσει τον εναλλακτικό επιχειρηματικό κόμβο εάν ξεσπάσει πόλεμος μεταξύ του Ιράν και των ΗΠΑ. Επιπλέον, το Κατάρ εντείνει τις επαφές με το Ιράν και διευρύνει τη συνεργασία του σε μια προσπάθεια να εμφανιστεί αργότερα ως μεσολαβητής μεταξύ του Ιράν και άλλων μερών. Και αυτό θα ενισχύσει τη θέση του Κατάρ στην περιοχή το 2020.
ΗΑΕ και Σαουδική Αραβία
Οποιαδήποτε στρατιωτική επέμβαση στον Κόλπο, εάν υπάρξει, πιθανότατα δεν θα ξεκινήσει πριν το 2020 λόγω των πολλών διεθνών εκδηλώσεων και συνεδρίων που θα πραγματοποιηθούν σε χώρες του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου. Τα ΗΑΕ φιλοξενούν την World Expo το 2020 και η Σαουδική Αραβία θα φιλοξενήσει τη σύνοδο των G20 στην μονάδα Αλ Κομπαρ της Aramco, θεωρώντας πως θα μπορέσει να προωθήσει τα συμφέροντά της και τον εκσυγχρονισμό της στο πλαίσιο της εφαρμογής του Οράματος 2030.
Το έτος 2020 σηματοδοτεί επίσης την έναρξη της αντίστροφης μέτρησης για την εφαρμογή των προγραμμάτων μεταρρύθμισης σε Μπαχρέιν, Κατάρ, Σαουδική Αραβία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα για το 2030 (2035 για το Κουβέιτ και 2040 για το Ομάν), με βάση την επίτευξη των στόχων βιώσιμης ανάπτυξης του Αναπτυξιακού Προγράμματος του ΟΗΕ. Όλα αυτά τα προγράμματα εξαρτώνται από την σταθερότητα στην περιοχή του Κόλπου, καθώς οποιοσδήποτε πόλεμος στην περιοχή θα κατέστρεφε όλα αυτά τα σχέδια και εγχειρήματα.
Μπαχρέϊν
Όσο για το Μπαχρέιν, που είναι σχεδόν συνδεδεμένο σε επίπεδο εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής με τη Σαουδική Αραβία, η Μανάμα θα προχωρήσει περαιτέρω με την τρέχουσα τάση πολιτικών της που θα επηρεάσουν τις σχέσεις της με άλλες χώρες του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου αργότερα, συμπεριλαμβανομένων των σχέσεων με το Ομάν και, μεταγενέστερα, με το Ιράκ, λόγω των ισχυρών δεσμών μεταξύ των ιρακινών στρατιωτικών ομάδων και αυτών του Μπαχρέιν τις οποίες το Μπαχρέιν κατηγορεί πως παρεμβαίνουν στην ασφάλεια και σταθερότητα της χώρας.
Ορισμένες σημαντικές γεωπολιτικές τάσεις στην περιοχή θα εξαρτηθούν από τις εκλογές στο Ισραήλ στις 2 Μαρτίου. Οι ενδείξεις από το Ισραήλ αποκαλύπτουν πως όταν κερδίσει τις επερχόμενες εκλογές, ο Μπενιαμίν Νετανιάχου θα ανακοινώσει την προσάρτηση της Κοιλάδας του Ιορδάνη στο Ισραήλ και αυτό θα επηρεάσει αρνητικά τις σχέσεις Ισραήλ-Παλαιστινίων αλλά και Ισραήλ-Ιορδανίας, καθώς κάτι τέτοιο θα παραβιάζει τους όρους και τα άρθρα τόσο της Συμφωνίας του Όσλο (μεταξύ Παλαιστινίων και Ισραηλινών) και της Συμφωνίας Wadi Araba (μεταξύ Ιορδανών και Ισραηλινών).
Αυτό θα έρθει σε μια κρίσιμη στιγμή, καθώς υπάρχει η απειλή ξεσπάσματος περιφερειακού πολέμου με το Ιράν οποιαδήποτε στιγμή από το καλοκαίρι του 2020 και ύστερα, καθώς οι αμερικανικές και δυτικές κυρώσεις κατά του Ιράν αποδυναμώνουν το πολιτικό καθεστώς και στρέφουν τους Ιρανούς εναντίον των κυβερνώντων. Έτσι, ορισμένα κράτη του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου θα θεωρήσουν πως αρμόζει η ανακοίνωση μιας ομαλοποίησης των σχέσεων με το Ισραήλ, ασχέτως της οποιασδήποτε ανακοίνωσης του Ισραήλ ως προς τη διαδικασία προσάρτησης της Κοιλάδας του Ιορδάνη στο πλαίσιο της επωνομαζόμενης «Συμφωνίας του Αιώνα».
Το αποτέλεσμα θα έχει επίπτωση στην ταχύτητα της ανάπτυξης των σχέσεων του Ισραήλ με τα κράτη του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου. Η Ιορδανία και η Παλαιστινιακή Εθνική Αρχή θα νοιώσουν περιθωριοποιημένες ή προδομένες από άλλα αραβικά κράτη. Επιπλέον, η συμπεριφορά του Ιράν στην περιοχή του Κόλπου και της Χεζμπολά στον Λίβανο θα ληφθούν σοβαρά υπ’ όψιν από το Ισραήλ, λόγω της απροθυμίας της αμερικανικής κυβέρνησης να λάβει στρατιωτικά μέτρα κατά των ιρανικών δυνάμεων, καθώς η Χεζμπολά θα δράσει έστω και με περιορισμένες αψιμαχίες που θα οδηγήσουν στην απαγωγή ορισμένων Ισραηλινών στρατιωτών, ώστε να υπάρξουν περαιτέρω πολιτικές και στρατιωτικές παραχωρήσεις τόσο από τους Αμερικάνους όσο και από τους Ισραηλινούς.
Ιράν
Μετά την κατάρριψη του Ουκρανικού επιβατικού αεροσκάφους από τις ιρανικές δυνάμεις, το Ιράν έχει χάσει την σχετικά πλεονεκτική θέση που είχε μετά τη δολοφονία του Κασέμ Σουλεϊμανί, η οποία παραβίαζε το διεθνές δίκαιο. Με την κατάρριψη του αεροσκάφους, το Ιράν έχει χάσει τα προσχήματα για να δράσει ενάντια σε οποιεσδήποτε στρατιωτικές προκλήσεις άλλων χωρών, υπό τον φόβο των διεθνών αντιδράσεων.
Οι γενικές εκλογές θα είναι ένας αντιπερισπασμός για την ευρεία πλειοψηφία του πληθυσμού, όμως μια πιο συντηρητική και σκληροπυρηνική ομάδα πιθανότατα θα επιτρέψει στο κοινοβούλιο για να σχηματίσει πλειοψηφία, εκτός και αν «αξιοποιηθούν» εξωτερικές παρεμβάσεις προκειμένου να επηρεαστεί η βούληση του λαού, οδηγώντας σε περαιτέρω διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες, όχι μόνον εναντίον του καθεστώτος, αλλά και εναντίον των πολιτικών ελίτ της χώρας και των Φρουρών της Επανάστασης που ελέγχουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την οικονομία της χώρας. Από την άλλη πλευρά, θα υπάρξουν φιλοκυβερνητικές διαδηλώσεις και αυτό θα οδηγήσει σε άμεσες συγκρούσεις μεταξύ των δυο «στρατοπέδων».
Επιπλέον, το λεγόμενο μεταρρυθμιστικό/κεντρώο/πραγματιστικό «στρατόπεδο» θα έχει πιθανότητες να αλλάξει την ισορροπία στην πολιτική, εάν έχει περιφερειακή και διεθνή στήριξη, ιδιαίτερα μετά την ανακοίνωση του Ιράν πως αποχωρεί από τη συμφωνία για τα πυρηνικά. Έτσι, οι χώρες της Δύσης θα βρουν ευκολότερη τη διαπραγμάτευση με ένα μεταρρυθμιστικό «στρατόπεδο» παρά με τους δεξιούς.
Η Τεχεράνη και Ουάσινγκτον είναι απίθανο να σημειώσουν γρήγορα πρόοδο, τέτοια που να οδηγεί σε έγκαιρη άρση όλων των κυρώσεων. Ως εκ τούτου, η πίεση των κυρώσεων θα συνεχίσει να διαμορφώνει τις πολιτικές της Ισλαμικής Δημοκρατίας στο εσωτερικό και στο εξωτερικό και η αποτυχία της Τεχεράνης να προστατεύσει τον ευάλωτο πληθυσμό της από τις σκληρές κυρώσεις θα οδηγήσει σε περισσότερες αναταραχές, βία και διάβρωση της νομιμότητας του Ιρανικού καθεστώτος. Οι κυρώσεις έχουν πρωτίστως «κλειδώσει» τις πολιτικές του καθεστώτος και αυτό δεν αναμένεται να αλλάξει το 2020 αν δεν υπάρξουν βελτιώσεις στις οικονομικές συνθήκες του Ιράν και μια ριζική αλλαγή στον τρόπο σκέψης της αμερικανικής κυβέρνησης.
Τουρκία
Η επιρροή της Τουρκίας στις περιφερειακές υποθέσεις θα αυξηθεί. Η Τουρκία θα συνεχίσει να κινείται έξυπνα σε «διπλό ταμπλό» στην εξωτερική της πολιτική, μεταξύ Δύσης και Ανατολής, προκειμένου να διασφαλίσει τα εθνικά της συμφέροντα στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.
Ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα συνεχίσει την καταπιεστική πολιτική του κατά οποιουδήποτε κουρδικού κράτος στα σύνορα της Τουρκίας, καθώς κάτι τέτοιο θα επέφερε προβληματικές πολιτικές εξελίξεις. Ωστόσο, το πολιτικό σκηνικό στην Τουρκία θα είναι πολύ κρίσιμο, καθώς ο Εκρέμ Ιμάμογλου του CHP, ο Αλί Μπαμπατζάν (πρώην πρωθυπουργός) και ο Αχμέτ Νταβούτογλου (επίσης πρώην πρωθυπουργός) θα θέσουν υποψηφιότητα στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές, απέναντι στον Ερντογάν.
Ο Ερντογάν παίζει με τις περιφερειακές και διεθνείς δυνάμεις όλα τα παιχνίδια που εξυπηρετούν τον ίδιον και το κόμμα του. Είναι ιδιαίτερα προσεκτικός σε ό,τι αφορά τη Ρωσία, ωστόσο το 2020 η Ρωσία θα γίνει βασικός σύμμαχος της Τουρκίας, αν και η Άγκυρα είχε τη Μόσχα ως «εναλλακτικό σχέδιο» για την περίπτωση που οι ΗΠΑ απειλούσαν το πολιτικό της καθεστώς. Η συνεργασία της Μόσχας και της Άγκυρας θα ενταθεί, διαμορφώνοντας κάποιου είδους συμμαχία που θα περιορίζει τις ευκαιρίες της Δύσης να έχει το «πάνω χέρι» στις περιφερειακές υποθέσεις.
Με το Ιράν, ο Ερντογάν επωφελείται και από την αγορά ενέργειας, εκμεταλλευόμενος της κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στην Τεχεράνη. Με τη Συρία και το Ιράκ, επιδιώκει να συνεχίσει να πιέζει για ζώνες ασφάλειας που θα διατηρήσουν τα σύνορά του καθαρά και θα απομακρύνουν τους Κούρδους από τα τουρκικά σύνορα.
Με την έγκριση της Τουρκικής βουλής για αποστολή στρατευμάτων στη Λιβύη προς στήριξη του πρωθυπουργού της Λιβύης Φαγιές αλ Σάρατζ, οι Τούρκοι επιδιώκουν να μην χάσουν την τελική τους βάση στη Βόρεια Αφρική, αφού κάτι τέτοιο θα σήμαινε και απώλεια επιρροής. Επιπλέον, η Τουρκία έχει δηλώσει ξεκάθαρα πως είναι έτοιμη να κινηθεί εναντίον των ΗΠΑ και να παίξει τα δικά της γεωπολιτικά παιχνίδια, ελεύθερη και ανεξάρτητη. Άλλωστε, η Άγκυρα έχει ξεκαθαρίσει πως είναι έτοιμη να παίξει «μεγαλύτερο» και σημαντικότερο ρόλο από ποτέ στις περιφερειακές υποθέσεις.
euro2day.gr
Μετάφραση-Επιμέλεια: Άννα Φαλτάϊτς.
Το 2019 σημαδεύτηκε από τις αυξανόμενες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας. Η τάση αυτή θα αποκτήσει δυναμική φέτος, οδηγώντας στην κατάρρευση κυβερνήσεων και σε πραξικοπήματα, ενώ παράλληλα θα οδηγήσει χώρες στο χάος των αυξανόμενων διαδηλώσεων. Αυτή η τάση δεν θα περιοριστεί μόνο στις προβληματικές περιοχές, αλλά θα γίνει νόρμα και σε αναπτυγμένες χώρες.
Οι αντιπαραθέσεις σε παγκόσμιο επίπεδο θα αυξηθούν, καθιστώντας τις διεθνείς σχέσεις πιο εκρηκτικές από ποτέ. Οι εντάσεις μέσα στις κοινωνίες αυξάνονται, ενώ οι κυβερνήσεις είναι ανίκανες να αντιμετωπίσουν τις εντάσεις αυτές έγκαιρα και σωστά, καθώς ακολουθούν παρωχημένες αρχές που δεν έχουν προσαρμοστεί σε έναν κόσμο που αλλάζει δυναμικά. Επιπλέον, σύμφωνα με τις στατιστικές, ήδη υπάρχουν συγκεκριμένα προειδοποιητικά σημάδια πως η παγκόσμια οικονομία κινείται με ταχύ ρυθμό προς τη νέα χρηματοπιστωτική κρίση που θα επηρεάσει όλες τις οικονομίες.
Η ένταση στη Μέση Ανατολή θα αυξηθεί όχι μόνο σε όρους κλιματικής αλλαγής, αλλά και λόγω των εκρηκτικά αυξανόμενων προκλήσεων που έχουν να αντιμετωπίσουν οι χώρες της περιοχής, οι περισσότερες από τις οποίες δεν μπορούν να επιλυθούν. Έτσι, το RIAC προβλέπει πως η χρονιά που διανύουμε θα είναι πιο βίαιη και πως υπάρχει μεγάλη πιθανότητα πρόκλησης νέων παγκόσμιων συγκρούσεων.
Μια από τις βασικές περιοχές παγκόσμιων εξελίξεων θα είναι η Μέση Ανατολή, όπου πολλές χώρες βρίσκονται στο χείλος της οικονομικής και πολιτικής αστάθειας. Καθώς πάνω από το 70% του πληθυσμού στη Μέση Ανατολή είναι νέοι, η αυξημένη πρόσβαση στο διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θα τους προσφέρει άμεση πληροφόρηση από την πηγή, κάτι που θα θέσει σε κίνδυνο ορισμένα από τα δεσποτικά καθεστώτα της περιοχής, αφού θα δημιουργηθούν νέοι μηχανισμοί διαδηλώσεων και διαμαρτυριών, που δεν θα μπορούν να ελεγχθούν από της κυβερνήσεις.
Οι υπηρεσίες πληροφοριών των κρατών αυτών δεν θα μπορούν να ελέγξουν τα ψηφιακά μέσα, από τα οποία οι ακτιβιστές θα καλούν σε διαδηλώσεις για τη διάσωση των άνεργων νέων, για την καταπολέμηση της ανισότητας των φύλων και για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, επιταχύνοντας τον κοινωνικό και πολιτικό μετασχηματισμό.
Πολιτικές και οικονομικές προκλήσεις στη Μέση Ανατολή το 2020
Όπως εκτιμά το RIAC, κυβερνήσεις και θεσμοί θα αντιμετωπίσουν σημαντικές προκλήσεις τα επόμενα χρόνια, ιδιαίτερα το 2020-2021, καθώς η παγκόσμια τάξη και οι παγκόσμιες τάσεις περνούν από μια διαδικασία σημαντικής αναδιάρθρωσης. Αναμένεται πως όλα τα καθεστώτα της Μέσης Ανατολής θα βιώσουν εντάσεις που θα λάβουν τη μορφή χιονοστιβάδας, με τους διάφορους τύπους τρομοκρατίας και την ικανότητα ισχυρών, ασύμμετρων και μη κρατικών παραγόντων να επηρεάζουν αρνητικά την παγκόσμια τάση και την ισορροπία δυνάμεων.Καθώς οι αρχές των υπερδυνάμεων είναι αντικρουόμενες, θα υπάρξει μεγάλος κίνδυνος συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή, στις σφαίρες επιρροής του Ιράν, της Σαουδικής Αραβίας, του Ισραήλ, της Τουρκίας και άλλων αναδυόμενων περιφερειακών δυνάμεων που θα επιδιώξουν να παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο στις τοπικές και παγκόσμιες υποθέσεις, επιχειρώντας να διαμορφώσουν έναν πολύ-πολικό κόσμο.
Η επιμονή των συγκρούσεων και η απουσία πραγματικά αποτελεσματικών πολιτικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων δεν θα μειώσουν την φτώχεια, καθώς οι τιμές του πετρελαίου δεν αναμένεται να επιστρέψουν στα ύψη του παρελθόντος, με αποτέλεσμα οι κυβερνήσεις να αναγκαστούν να περιορίσουν τις πληρωμές σε ρευστό και τις επιδοτήσεις.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πιθανότατα θα γίνουν η βασική πηγή επαναστατικών ενεργειών και συντονισμού, αναγκάζοντας τις κυβερνήσεις να κλείσουν το διαδίκτυο προκειμένου να πατάξουν τα κινήματα διαμαρτυρίας. Αν και λαμβάνοντας υπ’ όψιν την αυξανόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια, τα μέτρα αυτά θα σταματήσουν να είναι τόσο αποτελεσματικά και, αντιθέτως, θα γίνουν επικίνδυνα και αντιπαραγωγικά, οδηγώντας σε ευρύτερες λαϊκές εξεγέρσεις.
Πόλωση εναντίων Πλουραλισμού στην περιοχή MENA
Στις περιπτώσεις της Συρίας, της Λιβύης και της Υεμένης, οι περιφερειακές δυνάμεις με τη στήριξη παγκοσμίων δυνάμεων καλλιέργησαν τις διαφορές για να δρέψουν μεγαλύτερα οφέλη. Αυτό έγινε μέσω της διαίρεσης των χωρών αυτών, προκειμένου οι βιομηχανίες και οικονομίες ορισμένων εξ αυτών των περιφερειακών και παγκόσμιων δυνάμεων να ανθίσουν. Μέχρι το 2021, αναμένεται επίσης πως το Ισλαμικό «στρατόπεδο», που απαρτίζεται από ομάδες Μουσουλμανικών εθνών, θα κατακερματιστεί, με αποτέλεσμα άλλα Ισλαμικά «στρατόπεδα» της Άπω Ανατολής και Κεντρικής Ασίας, αλλά και Αφρικής, να έρθουν σε ανταγωνισμό με το Ισλαμικό «στρατόπεδο» του οποίου ηγείται η Σαουδική Αραβία.
Έτσι, ο ανταγωνισμός δεν θα περιορίζεται μόνο σε μια αντιπαράθεση μεταξύ Σιιτών και Σουνιτών, αλλά επίσης θα υπάρξουν αυξανόμενες μάχες εξουσίας εντός των πολιτικοθρησκευτικών στρατοπέδων των Σουνιτών (Τουρκία-Σαουδική Αραβία, Σιγκαπούρη, Νιγηρία και Ινδονησία).
Ένας άλλος διχασμός θα υπάρξει μεταξύ χωρών που στηρίζουν το μετριοπαθές Ισλάμ και αυτών που ισχυρίζονται πως στηρίζουν το μετριοπαθές Ισλάμ αλλά στην πραγματικότητα χρηματοδοτούν πυρήνες εξτρεμισμού.
Το 2020, η εξασθένηση των κρατικών φορέων σε πολλές χώρες της Μέσης Ανατολής θα δημιουργήσει ευνοϊκά περιβάλλοντα για την ενίσχυση της συλλογικής ταυτότητας στην εγχώρια και διεθνή κοινότητα. Κατά τον ίδιο τρόπο, τα δεσποτικά πολιτικά καθεστώτα εξακολουθούν να εξαλείφουν τη διαφορετικότητα ως βασικό στοιχείο της εξουσίας και της αδυναμίας. Τέτοιες αντιδημοκρατικές κυβερνήσεις της Μέσης Ανατολής θα προχωρήσουν περαιτέρω με την αδιαμφισβήτητη ή ξεκάθαρη διάσπαση των μειονοτήτων, αγνοώντας τα μπλοκ της αντιπολίτευσης και τους ακτιβιστές.
Κλιμάκωση των πολέμων δι’ αντιπροσώπων και των διαδηλώσεων στη ΜΕΝΑ
Η σύγκρουση μεταξύ των Σαουδαράβων και Ιρανών πρακτόρων θα συνεχίσει σε ορισμένες χώρες στη Μέση Ανατολή. Αν και οι Ιρανοί αποδείχθηκαν πιο «δεξιοτέχνες» σ’ αυτόν τον ανταγωνισμό, οι Σαουδάραβες βασίζονται στην αμερικανική στήριξη.Η Ουάσινγκτον θα συνεχίσει να κλιμακώνει την πίεση στο Ιράν χρησιμοποιώντας ως εφαλτήριο την Ευρώπη για περαιτέρω κυρώσεις κατά της Τεχεράνης και το Ιράν πιθανότατα θα εξετάσει περαιτέρω κινήσεις χρησιμοποιώντας τους αντιπρόσωπούς της για επιθέσεις παρόμοιες με αυτήν που πραγματοποιήθηκε στο διυλιστήριο της Aramco.
Η πολιτική αστάθεια θα συνεχίσει να πλήττει την περιοχή της Μέσης Ανατολής. Ενώ οι διαδηλώσεις στο Ιράκ και στον Λίβανο θα συνεχίσουν να πετυχαίνουν τους στόχους τους με τη διεθνή στήριξη, πολλές διαδηλώσεις θα προκληθούν σε άλλα κράτη της Μέσης Ανατολής, αρχίζοντας από το Ιράν, την Τουρκία, την Αίγυπτο, την Αλγερία και ορισμένα κράτη του Κόλπου. Καθώς οι φιλοϊρανικές δυνάμεις θα ελέγχουν το Ιράκ και τον Λίβανο, η Τεχεράνη πιθανότατα θα πείσει τους συμμάχους της να κάνουν κάποιες υποχωρήσεις. Αυτό θα απαιτήσει την παρέμβαση και των Φρουρών της Επανάστασης, όταν χρειαστεί.
Έτσι, τα βασικά σημεία αναφοράς του 2020 θα είναι τα εξής: Η επίπτωση των παγκόσμιων οικονομικών τάσεων στην εγχώρια πολιτική και η επιρροή των μαχών εξουσίας των περιφερειακών δυνάμεων στους πολέμους σε Συρία, Υεμένη, Ιράκ και Λιβύη.
Με πολλούς τρόπους, οι δυναμικές αυτές αλληλοσυνδέονται και αλληλοτροφοδοτούνται. Ωστόσο, οι ενδείξεις αυξημένης επαφής της Ρωσίας με χώρες όπως η Αίγυπτος και η Ιορδανία θα πρέπει να ειδοθούν υπό το πρίσμα της απεμπλοκής των ΗΠΑ από την περιοχή, η οποία ξεκίνησε κατά τη διάρκεια της προεδρίας Ομπάμα, και της ανησυχίας για την ανοργάνωτη και χαοτική εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Τραμπ.
Επιπλέον, αν η κυβέρνηση των ΗΠΑ ανακοινώσει την πολυαναμενόμενη «συμφωνία του αιώνα», αυτό θα ωθήσει πολλές χώρες της Μέσης Ανατολής που δεν έχουν ειρηνευτική συμφωνία με το Ισραήλ, να συμφιλιωθούν και να αποκτήσουν δεσμούς ακόμα και αν η σύγκρουση Ισραήλ-Παλαιστινίων δεν επιλυθεί στη βάση της Αραβικής Ειρηνευτικής Πρωτοβουλίας.
Ως εκ τούτου, θα υπάρξουν διαδηλώσεις σε αρκετές χώρες στη Μέση Ανατολή, χωρίς όμως κάποιο ρυθμιστικό πλαίσιο που θα φέρει καθεστωτικές αλλαγές. Άλλωστε, οι οικονομικές συνθήκες θα επιδεινωθούν, οδηγώντας σε περισσότερες εντάσεις.
Οι τρεις βασικές υποπεριοχές της Μέσης Ανατολής
Η γόνιμη ημισέληνος (Εγγύς Ανατολή και Ιράκ)Η προσοχή θα βρίσκεται στην επίλυση της κρίσης στη Συρία, ωστόσο οι σχέσεις Ρωσίας-Τουρκίας θα επηρεαστούν από την παρέμβαση Ρωσίας-Συρίας-Ιράν πιο κοντά στα τουρκικά σύνορα. Η απειλή που θα αποτελούσε κάτι τέτοιο για τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις θα μπορούσε να προκαλέσει πόλεμο δι’ αντιπροσώπων στη Συρία, ή τουλάχιστον στα Βορειοδυτικά της χώρας.
Ο Λίβανος και το Ιράκ θα μπορούσαν να περάσουν μια φάση μεγάλης εσωτερικής αναταραχής, που θα μπορούσε είτε να εδραιώσει τη δύναμη του Ιράν και στις δυο χώρες, ή να οδηγήσει σε εμφύλιο πόλεμο με τον σχηματισμό τεχνο-πολιτικής κυβέρνησης που θα απαρτίζεται τόσο από πρώην πολιτικούς όσο και από τεχνοκράτες.
Έχοντας γίνει πεδίο μάχης των ΗΠΑ και του Ιράν, το Ιράκ κινδυνεύει με σοβαρή αστάθεια και ανασφάλεια λόγω των περιφερειακών και διεθνών παρεμβάσεων στις εσωτερικές του υποθέσεις. Έχει γίνει εμφανές πως όταν το κοινοβούλιο του Ιράκ ζήτησε από τους Αμερικάνους και τον διεθνή συνασπισμό να αποσυρθούν από το Ιράκ, οι Αμερικανοί απέρριψαν το αίτημα, σε μια ένδειξη πως σε όποιες χώρες υπάρχουν αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις, τα κράτη αυτά δεν θα έχουν ανεξαρτησία ή κυριαρχία να πουν «όχι» στους Αμερικάνους που έχουν το «πάνω χέρι» σ’ αυτές τις χώρες πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά, σχολιάζει το RIAC. Όπως επισημαίνει, το πρώτο μέτρο που θα επέβαλλαν οι ΗΠΑ στο Ιράκ –αν δεν αποσύρει το αίτημα για απόσυρση των διεθνών στρατευμάτων- θα ήταν η επιβολή οικονομικών και χρηματοπιστωτικών κυρώσεων που θα επηρέαζαν σοβαρά τις οικονομικές δραστηριότητες της χώρας και θα δημιουργούσαν πολλά χρηματοοικονομικά και πολιτικά ζητήματα, με στόχο να πιεστούν οι πολιτικοί του Ιράκ να επανεξετάσουν τη σχέση τους με το Ιράν και να ζητήσουν από τα Ιρανικά στρατεύματα -αντί από τους Αμερικάνους- να αποχωρήσουν από τη χώρα.
Η προοπτική εδραίωσης μιας σταθερής και δημοφιλούς κυβέρνησης στο Ιράκ, η οποία θα μπορεί να αντιμετωπίσει τις πραγματικές κοινωνικές και οικονομικές ανησυχίες, να βάλει τέλος στη διαφθορά και να περιορίσει την όποια ξένη παρουσία και παρεμβολή στη χώρα, είναι ελάχιστη. Η αστάθεια θα δημιουργεί βία, οι δυσκολίες της κυβέρνησης θα τροφοδοτούν τη δυσαρέσκεια και θα μπορούσαν να σηματοδοτήσουν την επιστροφή των τρομοκρατικών ενεργειών στο Ιράκ, καθώς πολλές χώρες προτιμούν τη χώρα να βρίσκεται υπό τη συνεχή απειλή του τζιχαντισμού, καθώς αυτό εγγυάται την υποταγή της χώρας στη Δύση.
Σύμφωνα με το RIAC, ειδήμονες προβλέπουν πως οι προοπτικές της Ιορδανίας για το 2020 θα είναι πολλά υποσχόμενες, καθώς η χώρα δεν εμπλέκεται στις περιφερειακές εντάσεις. Αν και η ιορδανική διπλωματία συνεχίζει να ακροβατεί σε ό,τι αφορά την πολιτική της στη Μέση Ανατολή, η χώρα παρακολουθεί στενά τις εξτρεμιστικές φατρίες και την ηγεσία των τρομοκρατικών ομάδων που επιδιώκουν να αποκαταστήσουν την εξουσία τους και να εξελιχθούν σε ένα πιο ισχυρό χαλιφάτο, βασιζόμενα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να επιστρατεύσουν μέλη και να εξαπολύσουν επιθέσεις.
Οι διμερείς σχέσεις Ιορδανίας-Ισραήλ θα είναι τεταμένες λόγω της αδιαλλαξίας του Ισραήλ σε ό,τι αφορά το Παλαιστινιακό ζήτημα, την Ανατολική Ιερουσαλήμ και την προσδοκία πως η ισραηλινή κυβέρνηση θα προσαρτήσει την Κοιλάδα της Ιορδανίας, ασκώντας μεγαλύτερη πίεση στους Παλαιστίνιους της περιοχής αυτής να μετακινηθούν στην Ιορδανία, προκαλώντας τεράστιο βάρος στο Ιορδανικό καθεστώς.
Η Συρία θα δει μια εθνική συμφιλίωση, καθώς οι εσωτερικές και εξωτερικές δυναμικές ανοίγουν τον δρόμο προς την κατεύθυνση αυτή. Ωστόσο, η Συρία δεν θα επιστρέψει στην προ του 2011 κατάστασή της, καθώς το συριακό καθεστώς θα το σκεφτεί καλά προτού σχεδιάσει και ενεργήσει με τρόπο που να εξυπηρετεί τους ανθρώπους, τις επιχειρήσεις και τις νέες γενιές που έχουν ζήσει τον πόλεμο και έχουν κάνει θυσίες.
Εν τω μεταξύ, η Μόσχα και η Τεχεράνη θα προσπαθήσουν να εξασφαλίσουν πως τα συμφέροντά τους στη Συρία δεν θα πατούν σε σαθρό έδαφος μετά από όλες τις προσπάθειες που έχουν κάνει προκειμένου να προστατεύσουν το καθεστώς και να διατηρήσουν ενωμένη τη Συρία. Το προσχέδιο Συντάγματος που προτάθηκε θα εγκριθεί με βάση τη μερική αποκέντρωση εξουσίας, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει στην επιστροφή πολλών προσφύγων από ευρωπαϊκές και αραβικές χώρες.
Βόρεια Αφρική
Σημαντικές αναταράξεις αναμένει το RIAC στη Βόρεια Αφρική, ενώ εκτιμά πως πολλά κράτη της Βόρειας Αφρικής θα βρεθούν στα πρόθυρα της βίας, από την Αίγυπτο, το Σουδάν και τη Λιβύη, μέχρι την Αλγερία και τη Δυτική Σαχάρα, λόγω της ροής τρομοκρατών μαχητών από άλλα αφρικανικά κράτη. Οι μόνες δυο χώρες που θα είναι ασφαλείς από την τρομοκρατία και τη βία στη βόρεια Αφρική θα είναι το Μαρόκο και η Τυνησία.
Αντιθέτως, άλλες θα αντιμετωπίσουν κύματα τρομοκρατικών ενεργειών που θα πηγάζουν από το Μαλι, τη Νιγηρία, τη Σομαλία και το Τσαντ. Η δεύτερη εκδοχή της Αραβικής Άνοιξης θα πυροδοτηθεί στον Λίβανο και το Ιράκ, και θα εξαπλωθεί σε Αλγερία και Αίγυπτο για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους. Το αποτέλεσμα των περιφερειακών και διεθνών παρεμβάσεων και επεμβάσεων στις υποθέσεις της Λιβύης θα «γυρίσει μπούμερανγκ» στους γείτονές της και θα υπάρχει περαιτέρω άνοδος τρομοκρατικών οργανώσεων, οι οποίες θα επωφεληθούν των διεθνών και περιφερειακών ρήξεων και διαφωνιών σε κομβικής σημασίας συγκρούσεις στην Αφρική, όπου το Ιράν, η Τουρκία και ορισμένα κράτη του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου θα εμπλακούν σε πόλεμο δι’ αντιπροσώπων ο οποίος θα χωρίσει ορισμένες από τις χώρες αυτές λόγω σύγκρουσης συμφερόντων.
Το Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου
Τα κράτη του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου θα συνεχίσουν να επικεντρώνονται στις εντάσεις μεταξύ ορισμένων χωρών της Συνεργασίας, του ιράν και της Τουρκία. Όλα αυτά, θα εξαρτηθούν από το ποιος θα κερδίσει στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, ενώ η προσοχή θα είναι στραμμένη και στις εκλογές του Ισραήλ τον Μάρτιο του 2020.
Υεμένη
Η βασική σύγκρουση στον Κόλπο σήμερα εκτυλίσσεται στην Υεμένη και ο τρόπος για να τερματιστεί είναι προβληματικός για τα εμπλεκόμενα μέρη, αφού ο πόλεμος στην Υεμένη δεν αποκλιμακώνει καθώς το χάσμα μεταξύ των εμπόλεμων μερών παραμένει μεγάλο και, από ορισμένες απόψεις, αγεφύρωτο.
H Υεμένη θα συνεχίσει να είναι εμπόλεμη ζώνη και οι Χούτι θα ενεργήσουν ώστε να αποκτήσουν το «πάνω χέρι» στη βόρεια Υεμένη, απορρίπτοντας την οποιαδήποτε καθ’ υπαγόρευση ατζέντα για τον τερματισμό της σύγκρουσης, καθώς ο πόλεμός τους με άλλα μέρη και χώρες είναι ένας υπαρξιακός πόλεμος.
Το Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα θα προσπαθήσουν μέσω ορισμένων πρακτόρων να βάλουν στο στόχαστρο τον ηγέτη των Χούτι, Αμπντούλ Μαλέκ αλ Χούτι, για να αποτρέψουν τα όνειρα των Χούτι να έχουν δική τους πολιτική και στρατιωτική εξουσία στην Υεμένη και στην περιοχή.
Ταυτόχρονα, οι Χούτι θα αυξήσουν τους στόχους τους τόσο στη Σαουδική Αραβία, όσο και στα ΗΑΕ, αυτή τη φορά βάζοντας στο στόχαστρο οντότητες πολιτικών υπηρεσιών προκειμένου να στείλουν ισχυρότερα μηνύματα στις ηγεσίες τους.
Κουβέιτ
Στο Κουβέιτ, υπάρχει μια νέα κυβέρνηση και οι νέες κοινοβουλευτικές εκλογές θα διενεργηθούν το 2020, ανοίγοντας τον δρόμο για περισσότερη δημοκρατία στη χώρα. Ωστόσο, η περιφερειακή σύγκρουση μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας και του Ιράν θα έχει αντανάκλαση στο Κουβέιτ, καθώς η κοινότητα του Κουβέιτ είναι διχασμένη μεταξύ των δυο περιφερειακών δυνάμεων. Αναφορικά με το Σουλτανάτο του Ομάν, η χώρα θα συνεχίσει να ενεργεί ως γέφυρα μεταξύ της Τεχεράνης και των χωρών του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου, των Ευρωπαϊκών χωρών και των ΗΠΑ, συνεργαζόμενο ενεργά με το Ριάντ για να μπει τέλος στον πόλεμο στην Υεμένη.
Ωστόσο, η επιτυχία θα εξαρτηθεί από το πόση προσπάθεια μπορεί να κάνει ο νέος Σουλτάνος Χαϊτάμ μπιν Ταρέκ για τον τερματισμό των περιφερειακών εντάσεων.
Κατάρ
Η κρίση στο Κατάρ δεν αναμένεται να επιλυθεί, όπως φάνηκε και από την πρόσφατη σύνοδο του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου, καθώς η Ντόχα δεν αλλάζει στάση. Επιπλέον, όπως δείχνουν οι πρόσφατες εξελίξεις στην περιοχή, το Κατάρ προσπαθεί να προσεγγίσει το Ιράν σε βάρος των γειτόνων του από το Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου προκειμένου να αποτελέσει τον εναλλακτικό επιχειρηματικό κόμβο εάν ξεσπάσει πόλεμος μεταξύ του Ιράν και των ΗΠΑ. Επιπλέον, το Κατάρ εντείνει τις επαφές με το Ιράν και διευρύνει τη συνεργασία του σε μια προσπάθεια να εμφανιστεί αργότερα ως μεσολαβητής μεταξύ του Ιράν και άλλων μερών. Και αυτό θα ενισχύσει τη θέση του Κατάρ στην περιοχή το 2020.
ΗΑΕ και Σαουδική Αραβία
Οποιαδήποτε στρατιωτική επέμβαση στον Κόλπο, εάν υπάρξει, πιθανότατα δεν θα ξεκινήσει πριν το 2020 λόγω των πολλών διεθνών εκδηλώσεων και συνεδρίων που θα πραγματοποιηθούν σε χώρες του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου. Τα ΗΑΕ φιλοξενούν την World Expo το 2020 και η Σαουδική Αραβία θα φιλοξενήσει τη σύνοδο των G20 στην μονάδα Αλ Κομπαρ της Aramco, θεωρώντας πως θα μπορέσει να προωθήσει τα συμφέροντά της και τον εκσυγχρονισμό της στο πλαίσιο της εφαρμογής του Οράματος 2030.
Το έτος 2020 σηματοδοτεί επίσης την έναρξη της αντίστροφης μέτρησης για την εφαρμογή των προγραμμάτων μεταρρύθμισης σε Μπαχρέιν, Κατάρ, Σαουδική Αραβία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα για το 2030 (2035 για το Κουβέιτ και 2040 για το Ομάν), με βάση την επίτευξη των στόχων βιώσιμης ανάπτυξης του Αναπτυξιακού Προγράμματος του ΟΗΕ. Όλα αυτά τα προγράμματα εξαρτώνται από την σταθερότητα στην περιοχή του Κόλπου, καθώς οποιοσδήποτε πόλεμος στην περιοχή θα κατέστρεφε όλα αυτά τα σχέδια και εγχειρήματα.
Μπαχρέϊν
Όσο για το Μπαχρέιν, που είναι σχεδόν συνδεδεμένο σε επίπεδο εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής με τη Σαουδική Αραβία, η Μανάμα θα προχωρήσει περαιτέρω με την τρέχουσα τάση πολιτικών της που θα επηρεάσουν τις σχέσεις της με άλλες χώρες του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου αργότερα, συμπεριλαμβανομένων των σχέσεων με το Ομάν και, μεταγενέστερα, με το Ιράκ, λόγω των ισχυρών δεσμών μεταξύ των ιρακινών στρατιωτικών ομάδων και αυτών του Μπαχρέιν τις οποίες το Μπαχρέιν κατηγορεί πως παρεμβαίνουν στην ασφάλεια και σταθερότητα της χώρας.
Οι άλλοι βασικοί «παίκτες» της περιοχής
ΙσραήλΟρισμένες σημαντικές γεωπολιτικές τάσεις στην περιοχή θα εξαρτηθούν από τις εκλογές στο Ισραήλ στις 2 Μαρτίου. Οι ενδείξεις από το Ισραήλ αποκαλύπτουν πως όταν κερδίσει τις επερχόμενες εκλογές, ο Μπενιαμίν Νετανιάχου θα ανακοινώσει την προσάρτηση της Κοιλάδας του Ιορδάνη στο Ισραήλ και αυτό θα επηρεάσει αρνητικά τις σχέσεις Ισραήλ-Παλαιστινίων αλλά και Ισραήλ-Ιορδανίας, καθώς κάτι τέτοιο θα παραβιάζει τους όρους και τα άρθρα τόσο της Συμφωνίας του Όσλο (μεταξύ Παλαιστινίων και Ισραηλινών) και της Συμφωνίας Wadi Araba (μεταξύ Ιορδανών και Ισραηλινών).
Αυτό θα έρθει σε μια κρίσιμη στιγμή, καθώς υπάρχει η απειλή ξεσπάσματος περιφερειακού πολέμου με το Ιράν οποιαδήποτε στιγμή από το καλοκαίρι του 2020 και ύστερα, καθώς οι αμερικανικές και δυτικές κυρώσεις κατά του Ιράν αποδυναμώνουν το πολιτικό καθεστώς και στρέφουν τους Ιρανούς εναντίον των κυβερνώντων. Έτσι, ορισμένα κράτη του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου θα θεωρήσουν πως αρμόζει η ανακοίνωση μιας ομαλοποίησης των σχέσεων με το Ισραήλ, ασχέτως της οποιασδήποτε ανακοίνωσης του Ισραήλ ως προς τη διαδικασία προσάρτησης της Κοιλάδας του Ιορδάνη στο πλαίσιο της επωνομαζόμενης «Συμφωνίας του Αιώνα».
Το αποτέλεσμα θα έχει επίπτωση στην ταχύτητα της ανάπτυξης των σχέσεων του Ισραήλ με τα κράτη του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου. Η Ιορδανία και η Παλαιστινιακή Εθνική Αρχή θα νοιώσουν περιθωριοποιημένες ή προδομένες από άλλα αραβικά κράτη. Επιπλέον, η συμπεριφορά του Ιράν στην περιοχή του Κόλπου και της Χεζμπολά στον Λίβανο θα ληφθούν σοβαρά υπ’ όψιν από το Ισραήλ, λόγω της απροθυμίας της αμερικανικής κυβέρνησης να λάβει στρατιωτικά μέτρα κατά των ιρανικών δυνάμεων, καθώς η Χεζμπολά θα δράσει έστω και με περιορισμένες αψιμαχίες που θα οδηγήσουν στην απαγωγή ορισμένων Ισραηλινών στρατιωτών, ώστε να υπάρξουν περαιτέρω πολιτικές και στρατιωτικές παραχωρήσεις τόσο από τους Αμερικάνους όσο και από τους Ισραηλινούς.
Ιράν
Μετά την κατάρριψη του Ουκρανικού επιβατικού αεροσκάφους από τις ιρανικές δυνάμεις, το Ιράν έχει χάσει την σχετικά πλεονεκτική θέση που είχε μετά τη δολοφονία του Κασέμ Σουλεϊμανί, η οποία παραβίαζε το διεθνές δίκαιο. Με την κατάρριψη του αεροσκάφους, το Ιράν έχει χάσει τα προσχήματα για να δράσει ενάντια σε οποιεσδήποτε στρατιωτικές προκλήσεις άλλων χωρών, υπό τον φόβο των διεθνών αντιδράσεων.
Οι γενικές εκλογές θα είναι ένας αντιπερισπασμός για την ευρεία πλειοψηφία του πληθυσμού, όμως μια πιο συντηρητική και σκληροπυρηνική ομάδα πιθανότατα θα επιτρέψει στο κοινοβούλιο για να σχηματίσει πλειοψηφία, εκτός και αν «αξιοποιηθούν» εξωτερικές παρεμβάσεις προκειμένου να επηρεαστεί η βούληση του λαού, οδηγώντας σε περαιτέρω διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες, όχι μόνον εναντίον του καθεστώτος, αλλά και εναντίον των πολιτικών ελίτ της χώρας και των Φρουρών της Επανάστασης που ελέγχουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την οικονομία της χώρας. Από την άλλη πλευρά, θα υπάρξουν φιλοκυβερνητικές διαδηλώσεις και αυτό θα οδηγήσει σε άμεσες συγκρούσεις μεταξύ των δυο «στρατοπέδων».
Επιπλέον, το λεγόμενο μεταρρυθμιστικό/κεντρώο/πραγματιστικό «στρατόπεδο» θα έχει πιθανότητες να αλλάξει την ισορροπία στην πολιτική, εάν έχει περιφερειακή και διεθνή στήριξη, ιδιαίτερα μετά την ανακοίνωση του Ιράν πως αποχωρεί από τη συμφωνία για τα πυρηνικά. Έτσι, οι χώρες της Δύσης θα βρουν ευκολότερη τη διαπραγμάτευση με ένα μεταρρυθμιστικό «στρατόπεδο» παρά με τους δεξιούς.
Η Τεχεράνη και Ουάσινγκτον είναι απίθανο να σημειώσουν γρήγορα πρόοδο, τέτοια που να οδηγεί σε έγκαιρη άρση όλων των κυρώσεων. Ως εκ τούτου, η πίεση των κυρώσεων θα συνεχίσει να διαμορφώνει τις πολιτικές της Ισλαμικής Δημοκρατίας στο εσωτερικό και στο εξωτερικό και η αποτυχία της Τεχεράνης να προστατεύσει τον ευάλωτο πληθυσμό της από τις σκληρές κυρώσεις θα οδηγήσει σε περισσότερες αναταραχές, βία και διάβρωση της νομιμότητας του Ιρανικού καθεστώτος. Οι κυρώσεις έχουν πρωτίστως «κλειδώσει» τις πολιτικές του καθεστώτος και αυτό δεν αναμένεται να αλλάξει το 2020 αν δεν υπάρξουν βελτιώσεις στις οικονομικές συνθήκες του Ιράν και μια ριζική αλλαγή στον τρόπο σκέψης της αμερικανικής κυβέρνησης.
Τουρκία
Η επιρροή της Τουρκίας στις περιφερειακές υποθέσεις θα αυξηθεί. Η Τουρκία θα συνεχίσει να κινείται έξυπνα σε «διπλό ταμπλό» στην εξωτερική της πολιτική, μεταξύ Δύσης και Ανατολής, προκειμένου να διασφαλίσει τα εθνικά της συμφέροντα στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.
Ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα συνεχίσει την καταπιεστική πολιτική του κατά οποιουδήποτε κουρδικού κράτος στα σύνορα της Τουρκίας, καθώς κάτι τέτοιο θα επέφερε προβληματικές πολιτικές εξελίξεις. Ωστόσο, το πολιτικό σκηνικό στην Τουρκία θα είναι πολύ κρίσιμο, καθώς ο Εκρέμ Ιμάμογλου του CHP, ο Αλί Μπαμπατζάν (πρώην πρωθυπουργός) και ο Αχμέτ Νταβούτογλου (επίσης πρώην πρωθυπουργός) θα θέσουν υποψηφιότητα στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές, απέναντι στον Ερντογάν.
Ο Ερντογάν παίζει με τις περιφερειακές και διεθνείς δυνάμεις όλα τα παιχνίδια που εξυπηρετούν τον ίδιον και το κόμμα του. Είναι ιδιαίτερα προσεκτικός σε ό,τι αφορά τη Ρωσία, ωστόσο το 2020 η Ρωσία θα γίνει βασικός σύμμαχος της Τουρκίας, αν και η Άγκυρα είχε τη Μόσχα ως «εναλλακτικό σχέδιο» για την περίπτωση που οι ΗΠΑ απειλούσαν το πολιτικό της καθεστώς. Η συνεργασία της Μόσχας και της Άγκυρας θα ενταθεί, διαμορφώνοντας κάποιου είδους συμμαχία που θα περιορίζει τις ευκαιρίες της Δύσης να έχει το «πάνω χέρι» στις περιφερειακές υποθέσεις.
Με το Ιράν, ο Ερντογάν επωφελείται και από την αγορά ενέργειας, εκμεταλλευόμενος της κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στην Τεχεράνη. Με τη Συρία και το Ιράκ, επιδιώκει να συνεχίσει να πιέζει για ζώνες ασφάλειας που θα διατηρήσουν τα σύνορά του καθαρά και θα απομακρύνουν τους Κούρδους από τα τουρκικά σύνορα.
Με την έγκριση της Τουρκικής βουλής για αποστολή στρατευμάτων στη Λιβύη προς στήριξη του πρωθυπουργού της Λιβύης Φαγιές αλ Σάρατζ, οι Τούρκοι επιδιώκουν να μην χάσουν την τελική τους βάση στη Βόρεια Αφρική, αφού κάτι τέτοιο θα σήμαινε και απώλεια επιρροής. Επιπλέον, η Τουρκία έχει δηλώσει ξεκάθαρα πως είναι έτοιμη να κινηθεί εναντίον των ΗΠΑ και να παίξει τα δικά της γεωπολιτικά παιχνίδια, ελεύθερη και ανεξάρτητη. Άλλωστε, η Άγκυρα έχει ξεκαθαρίσει πως είναι έτοιμη να παίξει «μεγαλύτερο» και σημαντικότερο ρόλο από ποτέ στις περιφερειακές υποθέσεις.
euro2day.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου