Δίκη για βιτριόλι: Ένταση και διακοπή της διαδικασίας - Θα συνεχιστεί στις 5 Οκτωβρίου - Η έκρηξη της Ιωάννας κατά της κατηγορουμένης - Έξαλλος ο αδεφφός της - «Σκρόφα, φίδι, τολμάς να μιλάς».
Εκρητκτικό είναι το κλίμα στην δικαστική αίθουσα όπου πραγματοποιείται η δίκη της πολύκροτης υπόθεσης με το βιτριόλι.
Για πρώτη φορά η κατηγορούμενη, Έφη Κακαράντζουλα, εμφανίστηκε σήμερα ενώπιον των δικαστικών Αρχών και ήρθε αντιμέτωπη με την εικόνα του θύματός της.
Λίγο πριν τις 17:30 το απόγευμα η δίκη διεκόπη για τις 5 Οκτωβρίου, ενώ νωρίτερα σημειώθηκε ένταση, με το θύμα, Ιωάννα Παλιοσπύρου, να ξεσπά εναντίον της γυναίκας που της κατέστρεψε τη ζωή ρίχνοντάς της βιτριόλι.
«Δεν θες να με κοιτάξεις, να με θαυμάσεις, ξέρω δεν τα πήγες τόσο καλά όσο ήθελες αλλά κάτι έχει γίνει. Ντρέπεσαι καθόλου; Μόνο να παίζεις θέατρο ξέρεις. "Κοριτσάκι μου", όπως μου έλεγες Δεν έχεις βάλει μυαλό εδώ και ένα χρόνο που είσαι μέσα. Εδώ θα μείνω δεν θα φύγω. Ό, τι και να κάνεις έχεις ξεφτυλιστεί», είπε η Ιωάννα Παλιοσπύρου.
Ο αδελφός της Ιωάννας τότε παρενέβη και είπε: «σκρόφρα, φίδι, τολμάς και την κοίτας;».
Έξω από τα δικαστήρια, έπειτα τη διακοπή της δίκης η αναφορά της δράστριας στο δικαστήριο ότι «η Ιωάννα ξέρει γιατί συνέβη όλο αυτό» προκάλεσε την έντονη αντίδραση του θύματος η οποία ανέφερε στους δημοσιογράφους:
«Θέλω να πω για αυτό πληροφορήθηκα ότι δήθεν εγω γνωρίζω το λόγο που μου επιτέθηκε ότι επειδή εκείνη τη στιγμή δεν είχα επαφή ακουστική και μου είχε κλείσει την επαφή ο αστυνομικός. Καλό θα ήταν να σταματήσεί να παίζει θέτατρο η κυρία, να σταματήσει να υποτιμά τη νοημοσήνη μου και του δικαστηρίου και της κοινής γνώμης. Άλλωστε δεν η πρώτη φορα που βλέποθμε θύτες που προσπαθούν να διαχειριστούν τη κοινή γνώμη. Είναι προφανές ότι ακόμη και σήμερα παίζει θεατρο, δεν υπάρχει ίχνος μεταμέλειας. Πιστεύω πως όταν βγει απο τη φυλακή και πέντε και δέκα χρόνια να μείνει στη φυλακή όταν θα βγει θα θελήσει να με αποτελειώσει».
Τι έγινε στην αίθουσα νωρίτερα
Για ένα κορίτσι που δεν δημιουργούσε ίντριγκες, έκανε λόγο στην κατάθεση της η φίλη της Ιωάννας Παλιοσπύρου, ξεκαθαρίζοντας ότι ποτέ δεν της είχε αναφέρει τίποτα για τον 40χρονο «πέτρα του σκανδάλου».
«Η Ιωάννα είχε μια φυσιολογική ζωή, δεν δημιουργούσε ίντριγκες και αντιπαλότητες, δεν γνωρίζω την κατηγορούμενη, δεν μου είπε η Ιωάννα ποτέ για κάποιον Επαμεινώνδα Οικονόμου», ανέφερε και συμπλήρωσε:
«Θέλω να είμαι αισιόδοξη ότι θα γίνει όσο το δυνατόν καλύτερη δουλειά αλλά είναι πολύ δύσκολες οι συνθήκες, παίρνει πάρα πολλά φάρμακα, έχει πολλά χειρουργεία μπροστά της, έχει πολλά βασανιστήρια θα πω εγώ. Σας μιλάω και μου βγαίνουν με το ζόρι τα λόγια, δεν έχω βιώσει κάτι χειρότερο».
Στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε και ο διευθυντής της ασφαλιστικής εταιρείας που εργαζόταν η Ιωάννα, ο οποίος περίεγραψε τον τόπο του εγκλήματος.
«Κατεβαίνοντας
μετά την επίθεση, είδα το υγρό ήταν μέχρι την είσοδο. Οι τοίχοι
άφριζαν. Υπάρχουν ακόμα σημάδια. Διαβρώθηκε η επιφάνεια, φαινόταν
σκαμμένο και το μάρμαρο και οι τοίχοι» περιέγραψε ο μάρτυρας.
Μάλιστα, όπως πρόσθεσε, πηγαίνοντας να τη βρει στο νοσοκομείο και παίρνοντας τα πράγματα της, διαπίστωσε πως τα γυαλιά της είχαν λιώσει. «Ανοίγοντας
την τσάντα διαπίστωσα ότι κρατάω τα γυαλιά της και είναι λιωμένα. Εκεί
κατάλαβα ότι τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά. Προσπάθησα να μάθω πως ήταν
για να ενημερώσω τους οικείους της.
Όταν μπήκα στην εντατική αυτό που αντίκρυσε ήταν ένας άνθρωπος χωρίς τις αισθήσεις του με ένα χρώμα καφέ - μαύρο σε όλο το πρόσωπο και το χρώμα παρέπεμπε σε λείψανο. Άκουσα να ψελλίζει "καίγομαι και κρυώνω" και οι νοσοκόμοι της έδιναν σκευάσματα για να διαχειριστούν το σοκ.
Μου είπαν ότι το βιτριόλι ακόμα διάβρωνε τους μύες της. Δεν μπορούσαν να με διαβεβαιώσουν για την κατάσταση της υγείας της, μόνο ότι η ζωή της είναι σε κίνδυνο».
Αναφερόμενος στην περίοδο που η Ιωάννα βρισκόταν στο νοσοκομείο, περιέγραψε ότι θυμάται τη μητέρα της να κλαίει στο διάδρομο, αλλά μπαίνοντας στο δωμάτιο της Ιωάννας να είναι δυνατή. «Κατά τη νοσηλεία της, ζητούσε συνέχεια τη μαμά της και προς το τέλος δεν ήθελε να φύγει από το νοσοκομείο γιατί ένιωθε ασφάλεια εκεί». Ο μάρτυρας υποστήριξε ότι η Ιωάννα του είχε μεταφέρει την τηλεφωνική επικοινωνία της ξαδέλφης της και της κατηγορουμένης.
«Κάλεσε μπροστά μου την ξαδέλφη της σε ανοιχτή ακρόαση γιατί δεν μπορεί να πλησιάσει το κινητό στο αυτί της και άκουγα. Εκείνη της ανέφερε ότι η κατηγορουμένη ρώτησε για το τί κάνει η Ιωάννα και αν μπορεί κάποιος να μπει στο νοσοκομείο να τη δει.
Εκεί άκουσα την ξαδέλφη
της να της λέει ότι η κατηγορούμενη σχολίασε πως "δεν έγινε και τίποτα.
Και να μην μπορεί να δουλέψει θα πάρει μια αποζημίωση ως εργατικό
ατύχημα και θα κάθεται σπίτι". Φαίνεται πως δεν έχει ανθρώπινη εμπάθεια,
ενσυναίσθηση… μόνο ψυχρή δολοφονική πρόθεση απέναντί της».
Ακολούθησε η κατάθεση του αστυνομικού που συμμετείχε στην εξιχνίαση της υπόθεσης, ο οποίος ανέφερε ότι από την άρση απορρήτου προέκυψε επικοινωνία της κατηγορούμενης με έναν Πακιστανό.
Αργότερα, κατέθεσε και μια γυναίκα οδηγός ταξί η οποία ήταν εκείνη που μετέφερε την κατηγορούμενη την παραμονή και ανήμερα της επίθεσης.
«Πήρα την κατηγορούμενη δύο συνεχόμενες μέρες κούρσα. Η πρώτη ήταν στις 19 Μαΐου, ήμουν στην περιοχή της Καλλιθέας, μου είπαν από την εταιρεία ότι είναι μια κυρία Ελληνοαμερικανίδα που έχει έρθει στην Ελλάδα για συνεντεύξεις για δουλειά, και να την παραλάβω από την περιοχή κοντά στην Αγία Ελεούσα, στη Θησέως, γιατί δεν έχει τηλέφωνο. Ήρθε μετά από 20, 25 λεπτά, μου είπε ότι πάμε στο Μετς, στο πρώτο Νεκροταφείο. Μου είπε: είσαι τον αριθμό 8; Θέλω να με περιμένετε εκεί που θα με αφήσετε. Θέλετε να σας προπληρώσω; Δεν ήθελε να απομακρυνθώ από το σημείο, ήθελε να το σιγουρέψει ότι θα μείνω. Της είπα ότι δεν χρειάζεται να με προπληρώσει, έφυγε και γύρισε περίπου σε είκοσι λεπτά».
Όπως εξήγησε η μάρτυρας, η κατηγορουμένη ζήτησε να την έχει στη διάθεση της και την επόμενη ημέρα. «Της είπα ότι πρέπει να ξανακαλέσει στην εταιρεία ραδιοταξί, αλλά επέμενε ότι δεν έχει τηλέφωνο και ήθελε να δώσουμε ραντεβού την άλλη μέρα. Για αυτό της έδωσα το κινητό μου έτσι ώστε αν ακυρωθεί, να μην περιμένω τζάμπα.
Πήγα την άλλη μέρα, πάλι στη Θησέως στην περιοχή της Αγίας Ελεούσας, είχα πάει νωρίτερα. Μου είπε "καλημέρα, περίμενε με, δεν θα αργήσω πολύ". Εκεί κατάλαβα ότι πέρασε τον δρόμο απέναντι, δεν είδα αν κρατούσε κάτι στα χέρια της, θυμάμαι ξεκάθαρα ότι είχε τσάντα και πορτοφόλι, δεν θυμάμαι αν κρατούσε κάτι άλλο. Σε δέκα λεπτά ήρθε τρέχοντας και μου ζήτησε να την πάω στο ίδιο σημείο από όπου την είχα παραλάβει, μπήκε από την πόρτα πίσω μου αυτή τη φορά, από την πλευρά του δρόμου».
Κατά τη διάρκεια της κούρσας η κατηγορούμενη ήταν «ατάραχη» όπως είπε η μάρτυρας, ενώ είχαν φιλική και ήρεμη συζήτηση. «Μου είχε πει ότι έχει έρθει από την Αμερική και έψαχνε για δουλειά στην Ελλάδα και της έλεγα ότι εδώ είναι δύσκολα τα πράγματα. Όταν επέστρεψε τρέχοντας, νόμιζα ότι έχει πολλά ραντεβού για δουλειά και βιαζόταν. Και τις δύο φορές κάθισε ακριβώς πίσω μου στο ταξί, τη μία δεξιά και την άλλη αριστερά, δεν την έβλεπα ξεκάθαρα από τον καθρέφτη. Αγχώθηκα εγώ (όχι εκείνη) επειδή άνοιξε την πόρτα που ήταν πίσω μου, από την πλευρά του δρόμου.
Κάποια στιγμή της είπα: δεν ζεσταίνεσαι; εγώ ήμουν με κοντομάνικο και εκείνη φόραγε πολλά ρούχα. Αλλά μου είπε ότι προστατεύεται από τον ήλιο. Θυμάμαι να φόραγε κάτι σαν καπαρντίνα, γυαλιά, γάντια, μάσκα. Για αυτό τη ρώτησα αν σκάει. Δεν ήταν μια συνηθισμένη εμφάνιση για τη ζέστη που είχε εκείνες τις μέρες, ήταν πολύ φορτωμένη με ρούχα. Δεν μπορούσα να καταλάβω ούτε αν είναι μελαχρινό ή λευκό το δέρμα της».
Κλείνοντας, η μάρτυρας σχολίασε ότι αν και δεν μπορούσε να δει καλά την κατηγορούμενη γιατί φορούσε μάσκα, ήταν ευδιάθετη. «Επειδή φόραγε τη μάσκα και δεν έβλεπα αν χαμογελούσε, μπορώ να πω ότι ήταν ευδιάθετη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου