Το κόστος μιας σύγκρουσης Ρωσίας-Ουκρανίας ξεπερνά τα όποια πολιτικά οφέλη, υποστηρίζει ο γενικός διευθυντής του RIAC. Ο φόβος «ατυχήματος», το παράδειγμα του Ναγκόρνο-Καραμπάχ και τι πρέπει να γίνει.
Ένας συνδυασμός μη ενοϊκών τάσεων και στις δυο πλευρές –ουκρανική και ρωσική- οδήγησε σε κλιμάκωση της σύγκρουσης στα σύνορα των δυο χωρών, γράφει ο Andrey Kortunov, γενικός διευθυντής του Ρωσικού Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων, τονίζοντας πως ο συνδυασμός αυτός δημιουργεί επιπλέον κινδύνους και απειλές που δεν υπήρχαν προηγουμένως.
Όπως υποστηρίζει, από την πλευρά της Ουκρανίας, το πρόβλημα είναι πως ο πρόεδρος της χώρας, Volodymyr Zelensky, χάνει την πολιτική του θέση και μετατρέπεται σε όμηρο των ακροδεξιών και εθνικιστικών δυνάμεων. Πολλές από τις πρωτοβουλίες για μεταρρυθμίσεις που τον έφεραν στην εξουσία βρίσκονται σε τέλμα, το πολιτικό κλίμα αλλάζει εντός της δικής του ομάδας και, μετά τις κινήσεις που έκανε σε ότι αφορά το νόμο για τη γλώσσα και το κλείσιμο κάποιων τηλεοπτικών σταθμών, ορισμένοι αρχίζουν να τον παρομοιάζουν με τον προκάτοχο του τον Poroshenko. Αυτό σημαίνει αποδυνάμωση της θέσης του, σημειώνει ο Kortunov.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η έλευση του Biden, ο οποίος πάντα θα προσέχει περισσότερο την Ουκρανία απ’ ότι ο Trump. Κατά τον Kortunov, υπάρχει μια προσδοκία πως οι ΗΠΑ θα είναι πιο συνεπείς και αποφασιστικές ως προς τη στήριξη της Ουκρανίας σε περίπτωση πολέμου και αυτό είναι κάτι που αναζωογονεί τις δυνάμεις εκείνες που επιδιώκουν κλιμάκωση.
Ο ίδιος υποστηρίζει πως ρόλο έχει παίξει και ο πόλεμος στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Έλεγαν πως υπήρχε μόνο πολιτικός δρόμος για επίλυση της σύγκρουσης, αλλά στο Καραμπάχ οι Αζέροι χρησιμοποίησαν βία και έκαναν πραγματική πρόοδο, σημειώνει. Αυτό δίνει κίνητρο στον κόσμο που νομίζει πως η στρατιωτική ισχύς μπορεί να επιλύσει μια σύγκρουση. Επιπλέον, η Ουκρανία έχει αμυντική συνεργασία με την Τουρκία, άρα μπορεί να υπάρξουν ελπίδες πως η ισορροπία δυνάμεων θα γείρει προς όφελος του Κιέβου.
Ο Kortunov επισημαίνει και την ριζοσπαστικοποίηση της πολιτικής ηγεσίας της «Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντονέτσκ» (DNR) και της «Λαϊκής Δημοκρατίας του Λουχάνσκ» (LNR) που υποστηρίζουν πως ένας ολοκληρωτικός πόλεμος είναι πολύ πιθανός, αν όχι αναπόφευκτος, και πως η Ρωσία θα πρέπει να παρέμβει. Η ιδέα πως οι δυο αυτές περιοχές θα πρέπει να ενταχθούν στη Ρωσία, αρχίζει και πάλι να γίνεται δημοφιλής, χάρη και στις ενέργειες της τελευταίας, η οποία έχει αλλάξει τους μηχανισμούς χορήγησης ρωσικής υπηκοότητας στους κατοίκους των δυο περιοχών.
Ο Kortunov αναφέρει πως εκατοντάδες χιλιάδες κάτοικοι των δυο περιοχών έχουν ήδη γίνει υπήκοοι της Ρωσίας και πως αυτό κάνει ορισμένους να ελπίζουν πως στην περίπτωση κλιμάκωσης η Μόσχα δεν θα παραμείνει στο περιθώριο και θα παρέμβει καθώς έχει υποχρέωση έναντι των πολιτών της. Σημειώνει πως χωρίς τη Ρωσία μια σύγκρουση δεν θα εξελίσσονταν προς όφελος των DNR και LNR.
Ως προς την Ρωσία, ο Kortunov λέει πως οι σχέσεις με τη Δύση συνεχίζουν να επιδεινώνονται, αναφέροντας τη δήλωση Biden πως ο Putin είναι «δολοφόνος» καθώς και τις σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κατά τον ίδιο, παρατηρούμε μια συσσώρευση αποσταθεροποιητικών τάσεων.
«Δεν νομίζω πως θέλει κανένας έναν πραγματικό, μεγάλο πόλεμο, αφού τα κόστη μιας τέτοιας σύγκρουσης θα υπερέβαιναν τα πολιτικά οφέλη. Είναι δύσκολο να προβλεφθεί πού θα οδηγούσε μια τέτοια σύγκρουση, δεδομένου ότι το διακύβευμα είναι πολύ μεγάλο. Αλλά θα μπορούσε να υπάρξει μια ακούσια κλιμάκωση», τονίζει.
Κατά την εκτίμηση του Kortunov, για να αποτραπεί το ενδεχόμενο ενός ολοκληρωτικού πολέμου, το πρώτο που πρέπει να γίνει είναι να σταθεροποιηθεί η κατάσταση στην Ντονμπάς. Τις τελευταίες εβδομάδες σημειώνεται αύξηση των παραβιάσεων της εκεχειρίας και ο αριθμός των θυμάτων αυξάνεται. Έτσι, πρέπει να υπάρξει επιστροφή στα θέματα της απόσυρσης του βαρύ οπλισμού, της αποστολής του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (OSCE) και της παρακολούθησης της εκεχειρίας.
Το δεύτερο είναι να συζητηθούν ζητήματα πολιτικού κανονισμού. Η βασική αβεβαιότητα είναι το πόση ευελιξία μπορούν να δείξουν οι εμπλεκόμενες πλευρές. Δεδομένου ότι οι συμφωνίες του Μινσκ υπεγράφησαν πριν από αρκετό καιρό και διαφαίνεται δυσκολία στην πλήρη εφαρμογή τους, πρέπει να υπάρξει αποδεδειγμένη προθυμία να μην αναθεωρηθούν, αλλά να επικαιροποιηθούν.
Το τρίτο ζήτημα είναι πως είναι αδύνατον να επιλυθεί το πρόβλημα της Ντονμπάς ξεχωριστά από το πρόβλημα της ευρωπαϊκής ασφάλειας συνολικά. «Αν περιοριστούμε στο ότι πολεμήσαμε στην Ντονμπάς, το Κίεβο πάντα θα φοβάται πως η Ρωσία θα αυξήσει την ισχύ της και θα ξεκινήσει η επέμβαση. Και στη Ρωσία πάντα θα υπάρξει ο φόβος πως θα δημιουργηθούν υποδομές του ΝΑΤΟ κοντά σε Βορόνεζ και Μπέλγκοροντ. Δεν πρέπει να αντιμετωπίσουμε μόνο αυτό το ζήτημα, αλλά και να σκεφτούμε το πώς θα δημιουργήσουμε μια ολόκληρη αρχιτεκτονική ευρωπαϊκής ασφάλειας. Και δεν είναι ζήτημα ειδημόνων που δεν έχουν φαντασία και προσόντα, αλλά ζήτημα πολιτικών προσωπικοτήτων που δεν έχουν την πολιτική βούληση να αντιμετωπίσουν σοβαρά αυτά τα ζητήματα» σχολιάζει.
Ο Kortunov θεωρεί πως στη συνέχεια πολλά θα εξαρτηθούν από τη θέση της Δύσης και των ΗΠΑ, καθώς ανοικτό παραμένει το ερώτημα της έκτασης και της μορφής της στήριξης που πιθανόν να παράσχουν στην Ουκρανία στην περίπτωση κλιμάκωσης.
Μετάφραση-Επιμέλεια: Άννα Φαλτάϊτς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου