Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ
Αντίθετα πολλαπλασιάστηκε η πλανητική δραστηριότητα της Κίνας, της Ρωσίας και της ΕΕ, καθιστώντας περισσότερο σαφές ότι οι ΗΠΑ δεν είναι η μόνη δύναμη με θέληση και δυνατότητες προβολής ισχύος σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Αφρική, η Μέση Ανατολή, η ευρύτερη περιοχή του Ινδοειρηνικού Ωκεανού, η Αρκτική, ακόμα και η μακρινή Κεντρική-Λατινική Αμερική, αποτέλεσαν πεδία όπου οι παραπάνω δυνάμεις επιχείρησαν και ως ένα βαθμό αύξησαν την επιρροή τους.
Ταυτόχρονα όμως, διαφάνηκε πιο καθαρά ότι το μέγεθος της ισχύος των νέων παγκόσμιων δυνάμεων δε μπορεί να αναπληρώσει το «κενό» που αφήνει η στροφή των ΗΠΑ προς πιο απομονωτικές πολιτικές και η υποχώρηση της ισχύος τους. Σημειωτέων οι ΗΠΑ παρέμειναν η ισχυρότερη παγκόσμια δύναμη το 2019, κατάσταση που δύσκολα θα ανατραπεί τα αμέσως επόμενα χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Κινεζικές και Ευρωενωσιακές πρωτοβουλίες υπέρ της «ανοιχτής παγκόσμιας οικονομίας», δε μπόρεσαν να αντισταθμίσουν τα αρνητικά αποτελέσματα που παρήγαγε για την παγκόσμια καπιταλιστική ανάπτυξη η προστατευτική πολιτική του Λευκού Οίκου. Αντίστοιχα η Ρωσική, η Γαλλική, η Βρετανική και η Γερμανική στρατιωτική και πολιτική-διπλωματική παρουσία στη Μέση Ανατολή, δεν κατέστησε αυτές τις χώρες «χωροφύλακες» της περιοχής, ρόλο που παλαιότερα διαδραμάτιζαν οι ΗΠΑ. Σε αυτές τις συνθήκες αποτυπώθηκε εντονότερα η πρόθεση των περιφερειακών δυνάμεων να καλύψουν οι ίδιες στις περιφέρειες τους τον «κενό χώρο» που «αφήνουν» οι παγκόσμιες δυνάμεις, ευελπιστώντας στην περιφερειακή αναβάθμιση της θέσης τους και γιατί όχι στην ανέλιξη τους σε παγκόσμιες δυνάμεις. Ως εκ τούτου ο ενδοπεριφερειακός ανταγωνισμός οξύνθηκε, καθώς διάφοροι «παίκτες», πολλές φορές «σχεδόν ιδίου αναστήματος», αντιπαρατέθηκαν σκληρά, προκειμένου να αποκτήσουν οι ίδιοι το «πάνω χέρι» στην περιοχή τους. Έτσι η Βραζιλία και σε μικρότερο βαθμό η Κολομβία διεκδίκησαν περισσότερο ρυθμιστικό ρόλο στις υποθέσεις της Λατινικής Αμερικής, εκμεταλλευόμενες και τη γενικότερη αστάθεια που εκδηλώθηκε στην ήπειρο, γεγονός που τις έφερε στα πρόθυρα ακόμη και της στρατιωτικής αντιπαράθεσης με τη Βενεζουέλα. Αντίστοιχα η Ινδία αποφάσισε να ασκήσει επιθετικότερη πολιτική στο Κασμίρ, εξοργίζοντας το Πακιστάν, ενώ νέα στρατιωτικά επεισόδια εκτυλίχθηκαν μεταξύ των δύο αυτών πυρηνικών δυνάμεων. Επιπλέον η ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και της βορείου Αφρικής (MENA) συγκλονίστηκε από την κλιμάκωση των διακρατικών ανταγωνισμών, όπως αυτή καταγράφηκε στη Συρία, τη Λιβύη, την Υεμένη, τα στενά του Ορμούζ, το Λίβανο, το Ιράκ, τη Γάζα, το Σουδάν και αλλού. Η Τουρκία, το Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας (ΒΣΑ), το Ιράν, το Ισραήλ, η Αίγυπτος, ενέτειναν τις προσπάθειες τους προκειμένου να αναβαθμίσουν ή να συγκρατήσουν την ισχυρή θέση που κατέχουν στην περιοχή. Παράλληλα για να πετύχουν το σχέδιο τους ήρθαν σε συνεννόηση ή σε αντιπαράθεση τόσο μεταξύ τους, όσο και με «μικρότερους παίκτες», όπως το Κατάρ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ), καθιστώντας επί της ουσίας για ακόμη μία φορά ολόκληρη την περιοχή μια καθολική «ζώνη συγκρούσεων».
Την ίδια στιγμή έγινε περισσότερο ορατή η τάση περαιτέρω όξυνσης του ανταγωνισμού ανάμεσα στις παγκόσμιες δυνάμεις. Οι ΗΠΑ πολλαπλασίασαν τις ενέργειες τους προκειμένου να διατηρήσουν τον έλεγχο περιοχών τις οποίες κατανοούν ως «ζωτικές» για τη διατήρηση της πλανητικής τους πρωτοκαθεδρίας, ενώ επιχείρησαν να υπερασπιστούν τη δυνατότητα επιβολής της θέλησης τους στους Διεθνείς & Υπερεθνικούς Οργανισμούς (Δ/Υ-Ο), εμποδίζοντας την ανάδυση ενός πιο πολυμερούς διεθνούς συστήματος λήψης αποφάσεων. Ταυτόχρονα οι «νέοι παγκόσμιοι παίκτες» αντιστάθηκαν σθεναρότερα στις κινήσεις των ΗΠΑ, ενώ ζήτησαν εμφατικότερα, τόσο την επαναχάραξη των σφαιρών επιρροής στον πλανήτη, όσο και τον επανακαθορισμό του τρόπου λήψης αποφάσεων στους διάφορους Δ/Υ-Ο, στη βάση του νέου, ευνοϊκότερου γι’ αυτούς, παγκόσμιου συσχετισμού ισχύος.
Συνακόλουθα η Ουάσιγκτον συνέχισε την επανεξέταση των προτεραιοτήτων της, αλλά και την αναδιάταξη των συντελεστών ισχύος της, όπως και την πιο λελογισμένης χρήσης τους, ενώ επέμεινε να επενδύει στην αποτελεσματικότερη χρήση των συμμαχιών της. Ταυτόχρονα πολλαπλασίασε τις προσπάθειες της για τον έλεγχο ή σε διαφορετική περίπτωση για την υπονόμευση των Δ/Υ-Ο, δίνοντας έμφαση στη σύναψη διμερών διακρατικών συμφωνιών, στις οποίες μπορεί ευκολότερα να επιβάλλει την ικανοποίηση των συμφερόντων της, εξαιτίας του μεγέθους της ισχύος της. Σε αυτά τα πλαίσια ο Λευκός Οίκος εστίασε τα «βέλη» του προς την Κίνα, κλιμακώνοντας τον «εμπορικό και τεχνολογικό πόλεμο», αλλά και επιχειρώντας να «σαμποτάρει» την υλοποίηση της BRI στην Ευρασία και την Αφρική, μέσω της άσκησης πιέσεων στα κράτη που μετέχουν σε αυτή. Επιπλέον εξακολούθησε τις προσπάθειες για τη διεύρυνση των διαύλων επικοινωνίας με τη Ρωσία, αυξάνοντας παράλληλα τις πιέσεις προς τη Μόσχα, προκειμένου να μην περάσει υπό τον πολιτικό έλεγχο της η Ουκρανία και ο πρώην Σοβιετικός χώρος της Μαύρης Θάλασσας, να ελαττωθεί η υδρογονανθρακική (Υ/Α) εξάρτηση της ΕΕ απ’ αυτή, αλλά και να διακοπεί η περεταίρω εξάπλωση της επιρροής της σε δυτικά Βαλκάνια, Αφρική και Μέση Ανατολή. Πρόσθετα η Αμερικανική κυβέρνηση σήκωσε και άλλους τόνους απέναντι στην ΕΕ, ευελπιστώντας στην επανοριοθέτηση των μεταξύ τους συμμαχικών σχέσεων προς δικό της όφελος. Στο κέντρο της προσοχής της τέθηκαν οι ενεργειακές σχέσεις Ρωσίας-ΕΕ, με επίκεντρο την επιδίωξη τους να ματαιώσουν τον αγωγό φυσικού αερίου Nord Stream 2, η απάλειψη των προνομίων της ΕΕ στο μεταξύ τους εμπόριο και η αύξηση της συνεισφοράς των χωρών της ΕΕ στο ΝΑΤΟ. Επίσης τις ΗΠΑ απασχόλησε η επαναρυμούλκηση της Τουρκίας στο Ευρωατλαντικό πλαίσιο, καθώς θεωρείται κρίσιμης σημασίας σύμμαχος για την επίτευξη των κεντρικών Αμερικανικών στόχων, αλλά και η ισχυροποίηση του ΒΣΑ, το οποίο αξιοποιείται ως «προμετωπίδα» ενάντια στο Ιράν, αλλά και ως παράγοντας για τη διατήρηση της παγκόσμιας οικονομικής σταθερότητας, εξαιτίας του ρόλου που διαδραματίζει στην ομαλή τροφοδοσία της παγκόσμιας οικονομίας με Υ/Α. Συνακόλουθα η Ουάσιγκτον βρίσκεται σε διαδικασία αναδιάταξης της στρατιωτικής της παρουσίας στη Μέση Ανατολή, μεταφέροντας το κέντρο της προσοχής της στην προστασία των πετρελαιοπηγών του ΒΣΑ και της ελεύθερης ναυσιπλοΐας στα στενά του Ορμούζ στον Περσικό Κόλπο. Ταυτόχρονα η Ουάσιγκτον δραστηριοποιήθηκε για την ανάκτηση του ελέγχου στην «πίσω αυλή της», όπως αντιλαμβάνεται τη Λατινική-Κεντρική Αμερική. Έτσι συνέβαλλε στην ανατροπή ή την απόπειρα ανατροπής μη ελεγχόμενων απ’ αυτή κυβερνήσεων, (Βενεζουέλα, Βολιβία, Νικαράγουα), αλλά και στην αντοχή ή τη σταθεροποίηση όσων διάκεινται φιλικά απέναντι της (Περού, Χιλή, Εκουαδόρ). Τέλος συνέχισε το εξοπλιστικό ράλι, ενώ εξακολούθησε την κριτική σε διεθνείς συνθήκες, όπως για το κλίμα, τους εξοπλισμούς και την οικονομία, φτάνοντας στο σημείο να αποσυρθεί απ’ ορισμένες και αποφασίζοντας να δράσει μονομερώς.
Από την άλλη μεριά η ηγεσία της Κίνας έδειξε ότι συνεχίζει να μην επιδιώκει την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με την Ουάσιγκτον. Αντίθετα το Πεκίνο εξακολούθησε να εστιάζει στην προάσπιση της σταθερότητας του ΔΙΣ, η οποία του επιτρέπει να «καλπάζει» προς την παγκόσμια οικονομική και τεχνολογική πρωτοκαθεδρία, του δίνει χρόνο προκειμένου να εκσυγχρονίσει πλήρως τη στρατιωτική του ισχύ, ενώ ευνοεί την επέκταση της πολιτικής και πολιτισμικής του επιρροής μέσω της υλοποίησης της BRI, της ανάπτυξης των δικτύων 5G και άλλων πρωτοβουλιών. Συνακόλουθα η Κίνα επέλεξε να λειτουργήσει με σύνεση και με κάποια υποχωρητικότητα απέναντι στις Αμερικανικές ενέργειες, ιδίως όσον αφορά τη μεταξύ τους εμπορική σχέση. Αντίστοιχα ούτε η Ρωσία φάνηκε να επιθυμεί τον δρόμο της σύγκρουσης με τις ΗΠΑ. Αντίθετα η Μόσχα επεδίωξε να εκμεταλλευτεί την υπάρχουσα κατάσταση στην περιοχή της MENA, προκειμένου να αυτοπροβληθεί ως παράγοντας που μπορεί να επιφέρει σταθερότητα, αλλά και να ρυθμίσει «δίκαια» τις ενδοπεριφερειακές διαμάχες, διευρύνοντας τους δεσμούς της με τις χώρες της περιοχής. Αντίστοιχα η διαδικασία υποχώρησης των ΗΠΑ από την Κεντρική Ασία κατανοήθηκε από το Κρεμλίνο ως ευκαιρία για την οικονομική και στρατιωτική ολοκλήρωση της περιοχής στα πλαίσια της Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης και του Οργανισμού της Συνθήκης Συλλογικής Ασφαλείας, οργανισμούς στους οποίους ηγείται η Μόσχα. Τέλος η ενεργειακή σχέση Ρωσίας-ΕΕ εξακολούθησε να γίνεται αντιληπτή από το Κρεμλίνο ως εργαλείο, το οποίο αργά ή γρήγορα θα του δώσει τη δυνατότητα να διευρύνει την επιρροή του στην Ευρωπαϊκή ήπειρο, ενώ η ολοκλήρωση νέων ενεργειακών του project στην Ασία του δημιουργεί προσδοκίες για την ισχυροποίηση της καπιταλιστικής του ανάπτυξης. Σε αυτά τα πλαίσια η Ρωσία συνέχισε να επιζητεί το διάλογο και να παρέχει ορισμένη στήριξη στην Αμερικανική ηγεσία, παρά τις πιέσεις που της άσκησε ο Λευκός Οίκος. Τέλος για την ΕΕ η διάρρηξη της συμμαχικής της σχέσης με τις ΗΠΑ δεν αξιολογήθηκε ως σοβαρή επιλογή. Η οικονομική κατάσταση της Ένωσης και ο ανταγωνισμός της με τη Ρωσία δεν άφησαν περιθώρια για κάτι τέτοιο, ιδιαίτερα σε μία περίοδο όπου το BREXIT δημιουργεί πρόσθετα προβλήματα στην ισχύ της. Συνεπώς οι Βρυξέλλες, το Παρίσι και Ιδιαίτερα το Βερολίνο, ακολούθησαν με τη σειρά τους συμβιβαστική πολιτική απέναντι στις ΗΠΑ.
Ωστόσο τα όρια της υποχωρητικότητας των συγκεκριμένων δυνάμεων δεν είναι ανεξάντλητα, ενώ όσο περνά ο καιρός περιορίζονται από τη μείωση της Αμερικανικής ισχύος. Η τελευταία αυξάνει την αυτοπεποίθηση της Ρωσίας και της Κίνας, ώστε να αντιδρούν πιο δυναμικά στις Αμερικανικές κινήσεις, ενώ περιορίζει τη διάθεση της ΕΕ και άλλων δυνάμεων, ώστε να εξακολουθούν να λειτουργούν ως σύμμαχοι των ΗΠΑ. Η τάση αυτή αποτυπώθηκε και το 2019, καθώς η Κίνα, η Ρωσία και η ΕΕ έδειξαν ότι δεν πρόκειται να υποχωρήσουν από το στόχο της κατοχύρωσης «ζωνών», οι οποίες θα τελούν κυρίως υπό τη δική τους επιρροής ή στις οποίες θα γίνονται, τουλάχιστον σεβαστά τα συμφέροντα τους. Η Ρωσία στο χώρο της πρώην ΕΣΣΔ, η Κίνα στην Ινδοκίνα και τη νότια Κινεζική θάλασσα, ο γαλλογερμανικός άξονας της ΕΕ στα δυτικά Βαλκάνια, τη Βόρεια Θάλασσα, την ανατολική Ευρώπη και τη βόρειο Αφρική. Πρόσθετα αυτές οι δυνάμεις έδειξαν αποφασισμένες να κατοχυρώσουν σημαντικό και αυτόνομο ρόλο και σε άλλες περιοχές, ιδιαίτερα ευαίσθητες για τις ΗΠΑ, όπως η Λατινική-Κεντρική Αμερική, ο Περσικός Κόλπος, η ανατολική Μεσόγειος, η Αρκτική και η περιοχή του Ινδοειρηνικού. Στη βάση όλων των παραπάνω προκύπτει ότι οι σχέσεις μεταξύ των παγκόσμιων δυνάμεων θα συνεχίσουν να επιδεινώνονται τα επόμενα χρόνια, εφόσον οι ΗΠΑ, λειτουργώντας ορθολογικά, συνεχίσουν να επιδιώκουν την ανατροπή της υφιστάμενης τάσης στη διαμόρφωση της παγκόσμιας ισορροπίας ισχύος. Η κίνηση αυτή δε θα είναι ευθύγραμμη, αλλά θα συνοδεύεται από ορισμένους συμβιβασμούς, οι οποίοι θα προκαλούν ορισμένη και πρόσκαιρη εκτόνωση της διεθνούς έντασης, χωρίς ωστόσο να ανατρέπεται η γενική της κατεύθυνση. Μάλιστα στην πορεία της εξέλιξης της δεν είναι διόλου απίθανο να παραβιαστούν και ορισμένες «κόκκινες γραμμές», οδηγώντας νέες περιοχές στο χάος του πολέμου.
Σε αυτά τα πλαίσια οι σχέσεις μεταξύ των άλλων παγκόσμιων δυνάμεων, όπως και οι σχέσεις τους με περιφερειακές και μικρότερες δυνάμεις, θα συνεχίσουν να καθορίζονται από τις σχέσεις τους με τις ΗΠΑ. Για τους ανταγωνιστές της Ουάσιγκτον, το Πεκίνο και τη Μόσχα, η σύσφιξη των μεταξύ τους σχέσεων, η προσπάθεια προσέλκυσης σημαντικών περιφερειακών δυνάμεων, αλλά και γιατί όχι η απόπειρα ρυμούλκησης της ΕΕ και άλλων μέχρι σήμερα συμμάχων των ΗΠΑ, αποκτά προτεραιότητα, παρά τις ενδεχόμενες ή ήδη υπάρχουσες μεταξύ τους αντιθέσεις, προκειμένου να εξουδετερωθούν οι πιέσεις της Ουάσιγκτον. Σε αυτό το έδαφος επιταχύνεται η γέννηση ενός Ευρασιατικού άξονα, του οποίου η μορφή και τα συστατικά μέρη δεν έχουν ακόμη καταλήξει. Από την άλλη μεριά για την ΕΕ η πορεία της συμμαχίας της με την Ουάσιγκτον επηρεάζεται από το κατά πόσο η τελευταία είναι διατεθειμένη να της αναγνωρίσει το status της παγκόσμιας δύναμης με τη δική της αυτοτελή στρατηγική, αλλά και από την αποφασιστικότητα της να διεκδικήσει η ίδια για τον εαυτό της αυτό το μέλλον. Σήμερα τα συγκεκριμένα θέματα παραμένουν ρευστά, ενώ ως προς αυτά εξελίσσονται σημαντικές διαμάχες μεταξύ Βρυξελλών, Ουάσιγκτον, Παρισιού και Βερολίνου. Συνεπώς τα «σύννεφα θα παραμείνουν πυκνά πάνω» από τον Ευρωατλαντικό συνασπισμό, αποκρύπτοντας για την ώρα στην «ομίχλη» τις προοπτικές του.
Παράλληλα η όξυνση του ανταγωνισμού μεταξύ των παγκόσμιων δυνάμεων αναμένεται να δυναμιτίσει περαιτέρω τις αντιπαραθέσεις μεταξύ των περιφερειακών «παικτών», οι οποίες ούτως ή άλλως πολλαπλασιάζονται, εξαιτίας των ανακατατάξεων που συντελούνται υπέρ των τελευταίων στην παγκόσμια ισορροπίας ισχύος. Αντίστοιχα η αύξηση των περιφερειακών αντιπαραθέσεων θα επιδράσει επίσης επιβαρυντικά στις σχέσεις μεταξύ των παγκόσμιων δυνάμεων. Το παράδειγμα της ανατολικής Μεσογείου είναι χαρακτηριστικό. Οι ΗΠΑ και η Ρωσία, καθώς δε διαθέτουν από μόνες τους επαρκεί ισχύ για να επιβάλλουν την ικανοποίηση των συμφερόντων τους, αξιοποιούν τις φιλοδοξίες και την ισχύ της Τουρκίας, της Αιγύπτου, του Ισραήλ και της Ελλάδας. Ταυτόχρονα οι χώρες της περιοχής προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την αντιπαράθεση Ουάσιγκτον-Μόσχας, αλλά και την αυξημένη σημασία που αποκτούν για την εκπλήρωση των στρατηγικών στόχων της μίας ή της άλλης παγκόσμιας δύναμης, προκειμένου να προωθήσουν τα ιδιοτελή τους συμφέροντα. Καρπός αυτών των διεργασιών είναι η στρατιωτική παρουσία της Τουρκίας στη Συρία, η οποία νομιμοποιείται από συμφωνίες της με τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, το Τουρκικό «σίριαλ» γύρω από τους S-400 και τα F-35, η ενεργειακή συνεργασία Μόσχας-Άγκυρας, οι δύο συμφωνίες της Άγκυρας με τη Λιβύη, οι τριμερής συνεργασίες μεταξύ Ελλάδος-Κύπρου-Ισραήλ και Ελλάδος-Κύπρου-Αιγύπτου, η νέα «αμυντική» συμφωνία Ελλάδος-ΗΠΑ, τα «δώρα» της διοίκησης Τράμπ προς το Ισραήλ και η ανοχή που επιδεικνύει η Μόσχα απέναντι στην επιθετικότητα του Τελ-Αβίβ στην περιοχή, η στρατιωτική βοήθεια που παρέχει η Αίγυπτος στο στρατάρχη Χαφτάρ στη Λιβύη κ.α. Συνακόλουθα η αύξηση των περιφερειακών διεργασιών ανατροφοδοτεί πρόσθετα τον ανταγωνισμό Ρωσίας-ΗΠΑ, όπως μαρτυρά η ψήφιση στις ΗΠΑ του νομοσχεδίου East Med act και η ένταση της Ρωσικής ανάμειξης στη Λιβύη.
Εν κατακλείδι οι διεθνείς σχέσεις στα πλαίσια του ΔΙΣ θα επιδεινωθούν επικίνδυνα τα επόμενα χρόνια, ως αποτέλεσμα της όξυνσης του ανταγωνισμού μεταξύ των παγκόσμιων αλλά και μεταξύ των περιφερειακών δυνάμεων για την επαναχάραξη των σφαιρών επιρροής. Την ίδια στιγμή ο κίνδυνος εκδήλωσης μίας νέας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, όπως αποκαλύφθηκε το 2019, πόσο μάλλον η πραγματοποίηση αυτής της προοπτικής, θα πολλαπλασιάζουν πρόσθετα τους διακρατικούς ανταγωνισμούς, καθώς θα επιταχύνουν τη διασπορά της ισχύος από την παρακμάζουσα οικονομικά Δύση προς τις αναπτυσσόμενες οικονομίες της Ευρασίας, της Λατινικής-Κεντρικής Αμερικής και της Αφρικής. Αντίστοιχο αποτέλεσμα θα επιφέρουν ζητήματα, τα οποία δε θα εξεταστούν στο παρόν άρθρο, όπως το μεταναστευτικό-προσφυγικό, η κλιματική αλλαγή, η ένταση των κοινωνικών ανισοτήτων και η συνακόλουθη ένταση της κρατικής καταστολής, η οποία παρατηρείται ήδη σχεδόν σε όλες τις γωνιές του ιμπεριαλιστικού κόσμου.
Σε αυτά τα πλαίσια όλοι οι δρώντες στο σύγχρονο ΔΙΣ, είτε πρόκειται για Δ/Υ-Ο, είτε για κράτη, είτε για κοινωνικές τάξεις, είτε για πολιτικές και κοινωνικές οργανώσεις ή άλλες “ομάδες πολιτών”, είτε για μεμονωμένα άτομα, οφείλουν να κατανοήσουν ότι η πραγματικότητα που διαμορφώνεται θα είναι ιδιαιτέρως ανταγωνιστική, συγκρουσιακή και ευμετάβλητη. Η καλή προετοιμασία αποτελεί όρο για να ανταπεξέλθουν στις νέες συνθήκες.
militaire.gr
Διεθνολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας
Το 2019 επιβεβαίωσε ότι το Διεθνές Ιμπεριαλιστικό Σύστημα (ΔΙΣ)
διανύει περίοδο σημαντικών και ταχέως εξελισσόμενων μεταβολών. Η
ικανότητα και η θέληση των ΗΠΑ να παρεμβαίνουν στα διάφορα πλανητικά
ζητήματα και να τα ρυθμίζουν προς όφελος τους, παρουσίασε νέα σημαντική
υποχώρηση. Την εξέλιξη αυτή καταμαρτυρούν, η απώλεια του ελέγχου της
κατάστασης για την Ουάσιγκτον στη βορειοανατολική Συρία, η
επανισχυροποίηση των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν και η αδυναμία της να τους
επιβάλλει το πλαίσιο της στις μεταξύ τους διαπραγματεύσεις, η απροθυμία
της να εμπλακεί ενεργότερα στις υποτροπιάζουσες συγκρούσεις της Λιβύης
και της Υεμένης, αλλά και η αποτυχία της να ανατρέψει την κυβέρνηση
Μαδούρο στη Βενεζουέλα.Αντίθετα πολλαπλασιάστηκε η πλανητική δραστηριότητα της Κίνας, της Ρωσίας και της ΕΕ, καθιστώντας περισσότερο σαφές ότι οι ΗΠΑ δεν είναι η μόνη δύναμη με θέληση και δυνατότητες προβολής ισχύος σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Αφρική, η Μέση Ανατολή, η ευρύτερη περιοχή του Ινδοειρηνικού Ωκεανού, η Αρκτική, ακόμα και η μακρινή Κεντρική-Λατινική Αμερική, αποτέλεσαν πεδία όπου οι παραπάνω δυνάμεις επιχείρησαν και ως ένα βαθμό αύξησαν την επιρροή τους.
Ταυτόχρονα όμως, διαφάνηκε πιο καθαρά ότι το μέγεθος της ισχύος των νέων παγκόσμιων δυνάμεων δε μπορεί να αναπληρώσει το «κενό» που αφήνει η στροφή των ΗΠΑ προς πιο απομονωτικές πολιτικές και η υποχώρηση της ισχύος τους. Σημειωτέων οι ΗΠΑ παρέμειναν η ισχυρότερη παγκόσμια δύναμη το 2019, κατάσταση που δύσκολα θα ανατραπεί τα αμέσως επόμενα χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Κινεζικές και Ευρωενωσιακές πρωτοβουλίες υπέρ της «ανοιχτής παγκόσμιας οικονομίας», δε μπόρεσαν να αντισταθμίσουν τα αρνητικά αποτελέσματα που παρήγαγε για την παγκόσμια καπιταλιστική ανάπτυξη η προστατευτική πολιτική του Λευκού Οίκου. Αντίστοιχα η Ρωσική, η Γαλλική, η Βρετανική και η Γερμανική στρατιωτική και πολιτική-διπλωματική παρουσία στη Μέση Ανατολή, δεν κατέστησε αυτές τις χώρες «χωροφύλακες» της περιοχής, ρόλο που παλαιότερα διαδραμάτιζαν οι ΗΠΑ. Σε αυτές τις συνθήκες αποτυπώθηκε εντονότερα η πρόθεση των περιφερειακών δυνάμεων να καλύψουν οι ίδιες στις περιφέρειες τους τον «κενό χώρο» που «αφήνουν» οι παγκόσμιες δυνάμεις, ευελπιστώντας στην περιφερειακή αναβάθμιση της θέσης τους και γιατί όχι στην ανέλιξη τους σε παγκόσμιες δυνάμεις. Ως εκ τούτου ο ενδοπεριφερειακός ανταγωνισμός οξύνθηκε, καθώς διάφοροι «παίκτες», πολλές φορές «σχεδόν ιδίου αναστήματος», αντιπαρατέθηκαν σκληρά, προκειμένου να αποκτήσουν οι ίδιοι το «πάνω χέρι» στην περιοχή τους. Έτσι η Βραζιλία και σε μικρότερο βαθμό η Κολομβία διεκδίκησαν περισσότερο ρυθμιστικό ρόλο στις υποθέσεις της Λατινικής Αμερικής, εκμεταλλευόμενες και τη γενικότερη αστάθεια που εκδηλώθηκε στην ήπειρο, γεγονός που τις έφερε στα πρόθυρα ακόμη και της στρατιωτικής αντιπαράθεσης με τη Βενεζουέλα. Αντίστοιχα η Ινδία αποφάσισε να ασκήσει επιθετικότερη πολιτική στο Κασμίρ, εξοργίζοντας το Πακιστάν, ενώ νέα στρατιωτικά επεισόδια εκτυλίχθηκαν μεταξύ των δύο αυτών πυρηνικών δυνάμεων. Επιπλέον η ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και της βορείου Αφρικής (MENA) συγκλονίστηκε από την κλιμάκωση των διακρατικών ανταγωνισμών, όπως αυτή καταγράφηκε στη Συρία, τη Λιβύη, την Υεμένη, τα στενά του Ορμούζ, το Λίβανο, το Ιράκ, τη Γάζα, το Σουδάν και αλλού. Η Τουρκία, το Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας (ΒΣΑ), το Ιράν, το Ισραήλ, η Αίγυπτος, ενέτειναν τις προσπάθειες τους προκειμένου να αναβαθμίσουν ή να συγκρατήσουν την ισχυρή θέση που κατέχουν στην περιοχή. Παράλληλα για να πετύχουν το σχέδιο τους ήρθαν σε συνεννόηση ή σε αντιπαράθεση τόσο μεταξύ τους, όσο και με «μικρότερους παίκτες», όπως το Κατάρ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ), καθιστώντας επί της ουσίας για ακόμη μία φορά ολόκληρη την περιοχή μια καθολική «ζώνη συγκρούσεων».
Την ίδια στιγμή έγινε περισσότερο ορατή η τάση περαιτέρω όξυνσης του ανταγωνισμού ανάμεσα στις παγκόσμιες δυνάμεις. Οι ΗΠΑ πολλαπλασίασαν τις ενέργειες τους προκειμένου να διατηρήσουν τον έλεγχο περιοχών τις οποίες κατανοούν ως «ζωτικές» για τη διατήρηση της πλανητικής τους πρωτοκαθεδρίας, ενώ επιχείρησαν να υπερασπιστούν τη δυνατότητα επιβολής της θέλησης τους στους Διεθνείς & Υπερεθνικούς Οργανισμούς (Δ/Υ-Ο), εμποδίζοντας την ανάδυση ενός πιο πολυμερούς διεθνούς συστήματος λήψης αποφάσεων. Ταυτόχρονα οι «νέοι παγκόσμιοι παίκτες» αντιστάθηκαν σθεναρότερα στις κινήσεις των ΗΠΑ, ενώ ζήτησαν εμφατικότερα, τόσο την επαναχάραξη των σφαιρών επιρροής στον πλανήτη, όσο και τον επανακαθορισμό του τρόπου λήψης αποφάσεων στους διάφορους Δ/Υ-Ο, στη βάση του νέου, ευνοϊκότερου γι’ αυτούς, παγκόσμιου συσχετισμού ισχύος.
Συνακόλουθα η Ουάσιγκτον συνέχισε την επανεξέταση των προτεραιοτήτων της, αλλά και την αναδιάταξη των συντελεστών ισχύος της, όπως και την πιο λελογισμένης χρήσης τους, ενώ επέμεινε να επενδύει στην αποτελεσματικότερη χρήση των συμμαχιών της. Ταυτόχρονα πολλαπλασίασε τις προσπάθειες της για τον έλεγχο ή σε διαφορετική περίπτωση για την υπονόμευση των Δ/Υ-Ο, δίνοντας έμφαση στη σύναψη διμερών διακρατικών συμφωνιών, στις οποίες μπορεί ευκολότερα να επιβάλλει την ικανοποίηση των συμφερόντων της, εξαιτίας του μεγέθους της ισχύος της. Σε αυτά τα πλαίσια ο Λευκός Οίκος εστίασε τα «βέλη» του προς την Κίνα, κλιμακώνοντας τον «εμπορικό και τεχνολογικό πόλεμο», αλλά και επιχειρώντας να «σαμποτάρει» την υλοποίηση της BRI στην Ευρασία και την Αφρική, μέσω της άσκησης πιέσεων στα κράτη που μετέχουν σε αυτή. Επιπλέον εξακολούθησε τις προσπάθειες για τη διεύρυνση των διαύλων επικοινωνίας με τη Ρωσία, αυξάνοντας παράλληλα τις πιέσεις προς τη Μόσχα, προκειμένου να μην περάσει υπό τον πολιτικό έλεγχο της η Ουκρανία και ο πρώην Σοβιετικός χώρος της Μαύρης Θάλασσας, να ελαττωθεί η υδρογονανθρακική (Υ/Α) εξάρτηση της ΕΕ απ’ αυτή, αλλά και να διακοπεί η περεταίρω εξάπλωση της επιρροής της σε δυτικά Βαλκάνια, Αφρική και Μέση Ανατολή. Πρόσθετα η Αμερικανική κυβέρνηση σήκωσε και άλλους τόνους απέναντι στην ΕΕ, ευελπιστώντας στην επανοριοθέτηση των μεταξύ τους συμμαχικών σχέσεων προς δικό της όφελος. Στο κέντρο της προσοχής της τέθηκαν οι ενεργειακές σχέσεις Ρωσίας-ΕΕ, με επίκεντρο την επιδίωξη τους να ματαιώσουν τον αγωγό φυσικού αερίου Nord Stream 2, η απάλειψη των προνομίων της ΕΕ στο μεταξύ τους εμπόριο και η αύξηση της συνεισφοράς των χωρών της ΕΕ στο ΝΑΤΟ. Επίσης τις ΗΠΑ απασχόλησε η επαναρυμούλκηση της Τουρκίας στο Ευρωατλαντικό πλαίσιο, καθώς θεωρείται κρίσιμης σημασίας σύμμαχος για την επίτευξη των κεντρικών Αμερικανικών στόχων, αλλά και η ισχυροποίηση του ΒΣΑ, το οποίο αξιοποιείται ως «προμετωπίδα» ενάντια στο Ιράν, αλλά και ως παράγοντας για τη διατήρηση της παγκόσμιας οικονομικής σταθερότητας, εξαιτίας του ρόλου που διαδραματίζει στην ομαλή τροφοδοσία της παγκόσμιας οικονομίας με Υ/Α. Συνακόλουθα η Ουάσιγκτον βρίσκεται σε διαδικασία αναδιάταξης της στρατιωτικής της παρουσίας στη Μέση Ανατολή, μεταφέροντας το κέντρο της προσοχής της στην προστασία των πετρελαιοπηγών του ΒΣΑ και της ελεύθερης ναυσιπλοΐας στα στενά του Ορμούζ στον Περσικό Κόλπο. Ταυτόχρονα η Ουάσιγκτον δραστηριοποιήθηκε για την ανάκτηση του ελέγχου στην «πίσω αυλή της», όπως αντιλαμβάνεται τη Λατινική-Κεντρική Αμερική. Έτσι συνέβαλλε στην ανατροπή ή την απόπειρα ανατροπής μη ελεγχόμενων απ’ αυτή κυβερνήσεων, (Βενεζουέλα, Βολιβία, Νικαράγουα), αλλά και στην αντοχή ή τη σταθεροποίηση όσων διάκεινται φιλικά απέναντι της (Περού, Χιλή, Εκουαδόρ). Τέλος συνέχισε το εξοπλιστικό ράλι, ενώ εξακολούθησε την κριτική σε διεθνείς συνθήκες, όπως για το κλίμα, τους εξοπλισμούς και την οικονομία, φτάνοντας στο σημείο να αποσυρθεί απ’ ορισμένες και αποφασίζοντας να δράσει μονομερώς.
Από την άλλη μεριά η ηγεσία της Κίνας έδειξε ότι συνεχίζει να μην επιδιώκει την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με την Ουάσιγκτον. Αντίθετα το Πεκίνο εξακολούθησε να εστιάζει στην προάσπιση της σταθερότητας του ΔΙΣ, η οποία του επιτρέπει να «καλπάζει» προς την παγκόσμια οικονομική και τεχνολογική πρωτοκαθεδρία, του δίνει χρόνο προκειμένου να εκσυγχρονίσει πλήρως τη στρατιωτική του ισχύ, ενώ ευνοεί την επέκταση της πολιτικής και πολιτισμικής του επιρροής μέσω της υλοποίησης της BRI, της ανάπτυξης των δικτύων 5G και άλλων πρωτοβουλιών. Συνακόλουθα η Κίνα επέλεξε να λειτουργήσει με σύνεση και με κάποια υποχωρητικότητα απέναντι στις Αμερικανικές ενέργειες, ιδίως όσον αφορά τη μεταξύ τους εμπορική σχέση. Αντίστοιχα ούτε η Ρωσία φάνηκε να επιθυμεί τον δρόμο της σύγκρουσης με τις ΗΠΑ. Αντίθετα η Μόσχα επεδίωξε να εκμεταλλευτεί την υπάρχουσα κατάσταση στην περιοχή της MENA, προκειμένου να αυτοπροβληθεί ως παράγοντας που μπορεί να επιφέρει σταθερότητα, αλλά και να ρυθμίσει «δίκαια» τις ενδοπεριφερειακές διαμάχες, διευρύνοντας τους δεσμούς της με τις χώρες της περιοχής. Αντίστοιχα η διαδικασία υποχώρησης των ΗΠΑ από την Κεντρική Ασία κατανοήθηκε από το Κρεμλίνο ως ευκαιρία για την οικονομική και στρατιωτική ολοκλήρωση της περιοχής στα πλαίσια της Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης και του Οργανισμού της Συνθήκης Συλλογικής Ασφαλείας, οργανισμούς στους οποίους ηγείται η Μόσχα. Τέλος η ενεργειακή σχέση Ρωσίας-ΕΕ εξακολούθησε να γίνεται αντιληπτή από το Κρεμλίνο ως εργαλείο, το οποίο αργά ή γρήγορα θα του δώσει τη δυνατότητα να διευρύνει την επιρροή του στην Ευρωπαϊκή ήπειρο, ενώ η ολοκλήρωση νέων ενεργειακών του project στην Ασία του δημιουργεί προσδοκίες για την ισχυροποίηση της καπιταλιστικής του ανάπτυξης. Σε αυτά τα πλαίσια η Ρωσία συνέχισε να επιζητεί το διάλογο και να παρέχει ορισμένη στήριξη στην Αμερικανική ηγεσία, παρά τις πιέσεις που της άσκησε ο Λευκός Οίκος. Τέλος για την ΕΕ η διάρρηξη της συμμαχικής της σχέσης με τις ΗΠΑ δεν αξιολογήθηκε ως σοβαρή επιλογή. Η οικονομική κατάσταση της Ένωσης και ο ανταγωνισμός της με τη Ρωσία δεν άφησαν περιθώρια για κάτι τέτοιο, ιδιαίτερα σε μία περίοδο όπου το BREXIT δημιουργεί πρόσθετα προβλήματα στην ισχύ της. Συνεπώς οι Βρυξέλλες, το Παρίσι και Ιδιαίτερα το Βερολίνο, ακολούθησαν με τη σειρά τους συμβιβαστική πολιτική απέναντι στις ΗΠΑ.
Ωστόσο τα όρια της υποχωρητικότητας των συγκεκριμένων δυνάμεων δεν είναι ανεξάντλητα, ενώ όσο περνά ο καιρός περιορίζονται από τη μείωση της Αμερικανικής ισχύος. Η τελευταία αυξάνει την αυτοπεποίθηση της Ρωσίας και της Κίνας, ώστε να αντιδρούν πιο δυναμικά στις Αμερικανικές κινήσεις, ενώ περιορίζει τη διάθεση της ΕΕ και άλλων δυνάμεων, ώστε να εξακολουθούν να λειτουργούν ως σύμμαχοι των ΗΠΑ. Η τάση αυτή αποτυπώθηκε και το 2019, καθώς η Κίνα, η Ρωσία και η ΕΕ έδειξαν ότι δεν πρόκειται να υποχωρήσουν από το στόχο της κατοχύρωσης «ζωνών», οι οποίες θα τελούν κυρίως υπό τη δική τους επιρροής ή στις οποίες θα γίνονται, τουλάχιστον σεβαστά τα συμφέροντα τους. Η Ρωσία στο χώρο της πρώην ΕΣΣΔ, η Κίνα στην Ινδοκίνα και τη νότια Κινεζική θάλασσα, ο γαλλογερμανικός άξονας της ΕΕ στα δυτικά Βαλκάνια, τη Βόρεια Θάλασσα, την ανατολική Ευρώπη και τη βόρειο Αφρική. Πρόσθετα αυτές οι δυνάμεις έδειξαν αποφασισμένες να κατοχυρώσουν σημαντικό και αυτόνομο ρόλο και σε άλλες περιοχές, ιδιαίτερα ευαίσθητες για τις ΗΠΑ, όπως η Λατινική-Κεντρική Αμερική, ο Περσικός Κόλπος, η ανατολική Μεσόγειος, η Αρκτική και η περιοχή του Ινδοειρηνικού. Στη βάση όλων των παραπάνω προκύπτει ότι οι σχέσεις μεταξύ των παγκόσμιων δυνάμεων θα συνεχίσουν να επιδεινώνονται τα επόμενα χρόνια, εφόσον οι ΗΠΑ, λειτουργώντας ορθολογικά, συνεχίσουν να επιδιώκουν την ανατροπή της υφιστάμενης τάσης στη διαμόρφωση της παγκόσμιας ισορροπίας ισχύος. Η κίνηση αυτή δε θα είναι ευθύγραμμη, αλλά θα συνοδεύεται από ορισμένους συμβιβασμούς, οι οποίοι θα προκαλούν ορισμένη και πρόσκαιρη εκτόνωση της διεθνούς έντασης, χωρίς ωστόσο να ανατρέπεται η γενική της κατεύθυνση. Μάλιστα στην πορεία της εξέλιξης της δεν είναι διόλου απίθανο να παραβιαστούν και ορισμένες «κόκκινες γραμμές», οδηγώντας νέες περιοχές στο χάος του πολέμου.
Σε αυτά τα πλαίσια οι σχέσεις μεταξύ των άλλων παγκόσμιων δυνάμεων, όπως και οι σχέσεις τους με περιφερειακές και μικρότερες δυνάμεις, θα συνεχίσουν να καθορίζονται από τις σχέσεις τους με τις ΗΠΑ. Για τους ανταγωνιστές της Ουάσιγκτον, το Πεκίνο και τη Μόσχα, η σύσφιξη των μεταξύ τους σχέσεων, η προσπάθεια προσέλκυσης σημαντικών περιφερειακών δυνάμεων, αλλά και γιατί όχι η απόπειρα ρυμούλκησης της ΕΕ και άλλων μέχρι σήμερα συμμάχων των ΗΠΑ, αποκτά προτεραιότητα, παρά τις ενδεχόμενες ή ήδη υπάρχουσες μεταξύ τους αντιθέσεις, προκειμένου να εξουδετερωθούν οι πιέσεις της Ουάσιγκτον. Σε αυτό το έδαφος επιταχύνεται η γέννηση ενός Ευρασιατικού άξονα, του οποίου η μορφή και τα συστατικά μέρη δεν έχουν ακόμη καταλήξει. Από την άλλη μεριά για την ΕΕ η πορεία της συμμαχίας της με την Ουάσιγκτον επηρεάζεται από το κατά πόσο η τελευταία είναι διατεθειμένη να της αναγνωρίσει το status της παγκόσμιας δύναμης με τη δική της αυτοτελή στρατηγική, αλλά και από την αποφασιστικότητα της να διεκδικήσει η ίδια για τον εαυτό της αυτό το μέλλον. Σήμερα τα συγκεκριμένα θέματα παραμένουν ρευστά, ενώ ως προς αυτά εξελίσσονται σημαντικές διαμάχες μεταξύ Βρυξελλών, Ουάσιγκτον, Παρισιού και Βερολίνου. Συνεπώς τα «σύννεφα θα παραμείνουν πυκνά πάνω» από τον Ευρωατλαντικό συνασπισμό, αποκρύπτοντας για την ώρα στην «ομίχλη» τις προοπτικές του.
Παράλληλα η όξυνση του ανταγωνισμού μεταξύ των παγκόσμιων δυνάμεων αναμένεται να δυναμιτίσει περαιτέρω τις αντιπαραθέσεις μεταξύ των περιφερειακών «παικτών», οι οποίες ούτως ή άλλως πολλαπλασιάζονται, εξαιτίας των ανακατατάξεων που συντελούνται υπέρ των τελευταίων στην παγκόσμια ισορροπίας ισχύος. Αντίστοιχα η αύξηση των περιφερειακών αντιπαραθέσεων θα επιδράσει επίσης επιβαρυντικά στις σχέσεις μεταξύ των παγκόσμιων δυνάμεων. Το παράδειγμα της ανατολικής Μεσογείου είναι χαρακτηριστικό. Οι ΗΠΑ και η Ρωσία, καθώς δε διαθέτουν από μόνες τους επαρκεί ισχύ για να επιβάλλουν την ικανοποίηση των συμφερόντων τους, αξιοποιούν τις φιλοδοξίες και την ισχύ της Τουρκίας, της Αιγύπτου, του Ισραήλ και της Ελλάδας. Ταυτόχρονα οι χώρες της περιοχής προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την αντιπαράθεση Ουάσιγκτον-Μόσχας, αλλά και την αυξημένη σημασία που αποκτούν για την εκπλήρωση των στρατηγικών στόχων της μίας ή της άλλης παγκόσμιας δύναμης, προκειμένου να προωθήσουν τα ιδιοτελή τους συμφέροντα. Καρπός αυτών των διεργασιών είναι η στρατιωτική παρουσία της Τουρκίας στη Συρία, η οποία νομιμοποιείται από συμφωνίες της με τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, το Τουρκικό «σίριαλ» γύρω από τους S-400 και τα F-35, η ενεργειακή συνεργασία Μόσχας-Άγκυρας, οι δύο συμφωνίες της Άγκυρας με τη Λιβύη, οι τριμερής συνεργασίες μεταξύ Ελλάδος-Κύπρου-Ισραήλ και Ελλάδος-Κύπρου-Αιγύπτου, η νέα «αμυντική» συμφωνία Ελλάδος-ΗΠΑ, τα «δώρα» της διοίκησης Τράμπ προς το Ισραήλ και η ανοχή που επιδεικνύει η Μόσχα απέναντι στην επιθετικότητα του Τελ-Αβίβ στην περιοχή, η στρατιωτική βοήθεια που παρέχει η Αίγυπτος στο στρατάρχη Χαφτάρ στη Λιβύη κ.α. Συνακόλουθα η αύξηση των περιφερειακών διεργασιών ανατροφοδοτεί πρόσθετα τον ανταγωνισμό Ρωσίας-ΗΠΑ, όπως μαρτυρά η ψήφιση στις ΗΠΑ του νομοσχεδίου East Med act και η ένταση της Ρωσικής ανάμειξης στη Λιβύη.
Εν κατακλείδι οι διεθνείς σχέσεις στα πλαίσια του ΔΙΣ θα επιδεινωθούν επικίνδυνα τα επόμενα χρόνια, ως αποτέλεσμα της όξυνσης του ανταγωνισμού μεταξύ των παγκόσμιων αλλά και μεταξύ των περιφερειακών δυνάμεων για την επαναχάραξη των σφαιρών επιρροής. Την ίδια στιγμή ο κίνδυνος εκδήλωσης μίας νέας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, όπως αποκαλύφθηκε το 2019, πόσο μάλλον η πραγματοποίηση αυτής της προοπτικής, θα πολλαπλασιάζουν πρόσθετα τους διακρατικούς ανταγωνισμούς, καθώς θα επιταχύνουν τη διασπορά της ισχύος από την παρακμάζουσα οικονομικά Δύση προς τις αναπτυσσόμενες οικονομίες της Ευρασίας, της Λατινικής-Κεντρικής Αμερικής και της Αφρικής. Αντίστοιχο αποτέλεσμα θα επιφέρουν ζητήματα, τα οποία δε θα εξεταστούν στο παρόν άρθρο, όπως το μεταναστευτικό-προσφυγικό, η κλιματική αλλαγή, η ένταση των κοινωνικών ανισοτήτων και η συνακόλουθη ένταση της κρατικής καταστολής, η οποία παρατηρείται ήδη σχεδόν σε όλες τις γωνιές του ιμπεριαλιστικού κόσμου.
Σε αυτά τα πλαίσια όλοι οι δρώντες στο σύγχρονο ΔΙΣ, είτε πρόκειται για Δ/Υ-Ο, είτε για κράτη, είτε για κοινωνικές τάξεις, είτε για πολιτικές και κοινωνικές οργανώσεις ή άλλες “ομάδες πολιτών”, είτε για μεμονωμένα άτομα, οφείλουν να κατανοήσουν ότι η πραγματικότητα που διαμορφώνεται θα είναι ιδιαιτέρως ανταγωνιστική, συγκρουσιακή και ευμετάβλητη. Η καλή προετοιμασία αποτελεί όρο για να ανταπεξέλθουν στις νέες συνθήκες.
militaire.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου