Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2018

Παραλληλισμοί και ανισορροπίες.


Υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων εντός της Ευρωζώνης η οποία, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες «φυγόκεντρες δυνάμεις» που έχουν αναπτυχθεί εντός της, θα την οδηγήσει αργά ή γρήγορα στη διάλυση – ενδεχομένως δε τη Γερμανία σε μονομερή έξοδο, η οποία όμως θα την απομόνωνε όπως τη δεκαετία του 1930, με τα γνωστά τρομακτικά επακόλουθα.
Ανάλυση.
Το καλοκαίρι του 1931 ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Αγγλίας (Montagu Norman), τον οποίο τότε οι NYT αποκαλούσαν «Μονάρχη μίας αθέατης αυτοκρατορίας», όπως ήταν πρόσφατα ο συνάδελφός του της Fed κ. Bernanke, έγραψε ένα γράμμα στον ομόλογο του της κεντρικής τράπεζας της Γαλλίας – το οποίο ήταν κυριολεκτικά μία «αγωνιώδης έκκληση» για αποφασιστική δράση.
Εν μέσω λοιπόν της πρώτης μεγάλης τραπεζικής κρίσης στην Ευρώπη ο Βρετανός, ο οποίος είχε μία εντυπωσιακή εμφάνιση (πονηρό χαμόγελο, θεατρική, μυστηριώδη «αύρα», μαύρο «Van Dyke» μούσι, συνωμοτικό, πλατύγυρο καπέλο, πλατιά κάπα και σμαραγδένια καρφίτσα γραβάτας), έγραψε τα εξής: «Εάν δεν ληφθούν δραστικά μέτρα για να διασωθούν οι τράπεζες, το καπιταλιστικό σύστημα θα καταρρεύσει μέσα σε ένα μόλις έτος –παρασέρνοντας τον πολιτισμένο κόσμο μαζί του. Θα έπρεπε να αρχειοθετήσω αυτή μου την προειδοποίηση, για να μπορώ αργότερα να την επικαλούμαι«.
Χωρίς να επεκταθούμε στη χρηματοπιστωτική κρίση του 1930, για την οποία έχουν γραφεί πολλά βιβλία, σημειώνουμε μόνο το ότι, εκείνη την εποχή, οι κεντρικοί τραπεζίτες της Δύσης προσπαθούσαν αγωνιωδώς, με όλα τα μέσα που είχαν στη διάθεση τους, να εμποδίσουν το προβλεπόμενο κραχ – το οποίο, όπως πολύ καλά γνώριζαν, θα οδηγούσε σε τεράστιες κοινωνικές καταστροφές.
Συνεχίζοντας, μία από τις βασικότερες αιτίες του τρομακτικού μεγέθους της επερχόμενης παγκόσμιας οικονομικής κατάρρευσης τότε, η οποία μοιάζει καταπληκτικά με τη σημερινή, ήταν το ότι δεν επρόκειτο για μία μοναδική κρίση – αλλά για μία ακολουθία κρίσεων, οι οποίες εξαπλώνονταν ξανά και ξανά, από το ένα μέρος του Ατλαντικού στο άλλο.
Ένα ανάλογο φαινόμενο έχουμε βιώσει στις αρχές της νέας χιλιετίας: κρίση του διαδικτύου, αμερικανικά ενυπόθηκα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης, ευρωπαϊκή κρίση. Η μοναδική σταθερά δε σε όλες αυτές τις κρίσεις δεν είναι άλλη από το ότι, τα δραστικά μέτρα που λαμβάνουν οι κυβερνήσεις, σε συνεργασία με τις κεντρικές τράπεζες, επιδεινώνουν την Οικονομία – κάνουν την κατάσταση ακόμη χειρότερη.
Περαιτέρω υπάρχει μία «τρέχουσα» θεωρία, η οποία λέει τα εξής: «Οι φούσκες είναι αναπόσπαστο μέρος της οικονομικής ζωής. Όλες οι αξίες διογκώνονται, φουσκώνουν λοιπόν, έως ότου σπάσει η φούσκα – οπότε η ζωή συνεχίζεται. Τέτοιου είδους καταστάσεις, είναι απολύτως φυσιολογικές στην οικονομική ζωή».
Εν τούτοις, η θεωρία αυτή είναι εσφαλμένη – αφού οι φούσκες δημιουργούνται μόνο όταν διοχετεύονται τεχνητά χρήματα στο σύστημα. Μία υγιής οικονομία της αγοράς, στην οποία οι νεωτεριστικές, δημιουργικές επιχειρήσεις παράγουν, διανέμουν και εξελίσσουν τα προϊόντα τους, μπορεί να λειτουργήσει χωρίς να σχηματίζονται φούσκες.
Απλούστατα, όταν οι πελάτες αγοράζουν τα προϊόντα, οι επιχειρήσεις κερδίζουν και πλουτίζουν – ενώ όταν οι πελάτες δεν αγοράζουν τα προϊόντα, επειδή δεν είναι της αρεσκείας τους ή δεν τα χρειάζονται, οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις χρεοκοπούν, χάνοντας τις επενδύσεις και τα χρήματα τους.
Η οικονομία της αγοράς λοιπόν δεν είναι καθόλου πολύπλοκη – ενώ οι φούσκες δημιουργούνται μόνο όταν τα κράτη και οι κεντρικές τράπεζες πλημμυρίζουν το σύστημα με ωκεανούς χάρτινων χρημάτων ή με επισφαλείς πιστώσεις, με χρήματα που δημιουργούνται από το πουθενά, μετατρέποντας την αγορά σε καζίνο.
Το διαδίκτυο δε θα είχε βρει το δρόμο του, ακόμη και αν ο A. Greenspan δεν είχε γεμίσει την αγορά με χρήματα χωρίς αντίκρισμα, διατηρώντας εγκληματικά χαμηλά τα βασικά επιτόκια – τα οποία προκάλεσαν την επόμενη κρίση των ενυπόθηκων δανείων (Sub primes) κοκ. Προφανώς σοβαρές εταιρείες, όπως η Google, θα καθιερώνονταν χωρίς καμία βοήθεια – επειδή η ιδέα της ήταν νεωτεριστική, η τεχνολογία έπειθε, ενώ το επιχειρησιακό μοντέλο ξεκάθαρο, «καταδικασμένο» να επιτύχει.
Βέβαια ακόμη και η Google, χωρίς τις υπερβολικές ποσότητες χρημάτων που της δόθηκαν, δεν θα γινόταν ένα παγκόσμιο μονοπώλιο, όπως είναι σήμερα. Χωρίς να επεκταθούμε δε στον τρόπο, με τον οποίο αναπτύχθηκε η εταιρεία, οφείλουμε να τονίσουμε πως είναι ενδιαφέρουσα η μαζική προώθηση της από την αμερικανική κυβέρνηση – η οποία ενίσχυσε την Google, μεταξύ άλλων, με χρήματα των μυστικών υπηρεσιών και του Πενταγώνου.
Επίσης ενδιαφέρον είναι πως το διαδίκτυο, όπως το γνωρίζουμε σήμερα, είχε αρχικά στρατιωτικούς σκοπούς – ενώ είναι πολύ δύσκολο να υποθέσουμε τι θα είχε συμβεί με το διαδίκτυο, εάν δεν είχε «επιδοτηθεί» με χρήματα των αμερικανών φορολογουμένων, καθώς επίσης με τα τεχνητά, ψεύτικα χρήματα του A. Greenspan.
Πιθανότατα βέβαια θα υπήρχαν λιγότερες μονοπωλιακές δομές σήμερα – ενώ δεν θα έπρεπε να διατίθενται παγκοσμίως τόσα χρήματα φορολογουμένων, για να περιορίζεται η δύναμη, καθώς επίσης η νόμιμη φοροδιαφυγή «τεράτων» όπως η Google(μεταξύ άλλων, με τη βοήθεια των νόμων εναντίον των μονοπωλίων και των καρτέλ).
Οι κεντρικές τράπεζες
Συνεχίζοντας, τα ονομαζόμενα «δραστικά μέτρα» των κεντρικών τραπεζών, έχουν σαν αποτέλεσμα το να κερδίζει κυρίως ο χρηματοπιστωτικός κλάδος, από τους επιτυχημένους νεωτερισμούς στην πραγματική οικονομία – ενώ όταν οι επενδύσεις αποτυγχάνουν, τότε οι ζημίες επιβαρύνουν συνήθως τους μικρομετόχους των τραπεζών ή τους φορολογουμένους Πολίτες.
Η παρεμβατικότητα δε των κυβερνήσεων, μέσω της παραγωγής «δανειακών χρημάτων», οδηγεί νομοτελειακά στην μη επίλυση των προβλημάτων, τα οποία γίνονται διαρκώς μεγαλύτερα – γεγονός που τεκμηριώνεται ακόμη και από τη σύσκεψη για την ειρήνη που διεξήχθη στο Παρίσι το 1919, η οποία θεωρείται ως ο βασικός ένοχος της καταστροφής που ακολούθησε.
Η αιτία ήταν το ότι, οι «νικημένοι ευρωπαϊκοί εχθροί» επιβαρύνθηκαν με τεράστια ποσά διεθνών χρεών, τα οποία ήταν αδύνατον ποτέ να εξοφληθούν – κάτι που είχε τονίσει επαρκώς ο Keynes, χωρίς όμως να εισακουσθεί.
Η βασική όμως ομάδα ενόχων εκείνη την εποχή ήταν οι κεντρικοί τραπεζίτες – ενώ η εξέλιξη της κρίσης, σε μία παγκόσμια καταστροφή, δεν ήταν αναγκαία και θα μπορούσε να αποφευχθεί. Με βάση την εμπειρία τους οι τραπεζίτες γνώριζαν πως εκείνη η οικονομία, η οποία κατευθύνεται από το «αόρατο χέρι της αγοράς», λειτουργεί σωστά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα – ενώ «το χέρι φαίνεται να χάνεται», σε εποχές πανικού.
Σε τέτοιες εποχές οι αγορές, ιδίως οι χρηματοπιστωτικές, τρομάζουν υπερβολικά και γίνονται ανορθολογικές. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, για να εκλογικευθούν οι αγορές και να επιτευχθεί ένα είδος ισορροπίας, είναι απαραίτητος ένας ορατός ηγέτης, ο οποίος να οδηγεί το αθέατο χέρι της αγοράς. Με απλά λόγια λοιπόν, τότε και τώρα, το ζητούμενο ήταν και είναι η σωστή ηγεσία – κάτι που δεν είναι τόσο εύκολο, όσο ίσως ακούγεται.
Οι κυβερνήσεις
Το πρόβλημα εδώ δεν βρίσκεται ουσιαστικά στην προσωπικότητα του ηγέτη, με την πολιτική ή δημαγωγική της έννοια, αλλά στο πώς μπορεί κάποιος να κατευθύνει το αθέατο χέρι της αγοράς, όταν αυτό έχει «αποκοιμηθεί» – όταν παύει να λειτουργεί.
Ειδικότερα, είναι εντελώς φυσιολογικό να επικρατεί πανικός, όταν κάποιος κινδυνεύει να χρεοκοπήσει – ενώ είναι προφανές ότι, κανένας δεν αποτυγχάνει ευχάριστα. Οποιοσδήποτε καταλαβαίνει τη θέση και τα συναισθήματα αυτού που χρεοκοπεί, του πρωθυπουργού μίας χώρας ή του επιχειρηματία, όταν ο σύνδικος πτώχευσης (το ΔΝΤ στα κράτη) εισβάλλει στο χώρο του – λέγοντας του ότι θα πρέπει να συμπεριφερθεί σαν ένα ανήλικο παιδί, το οποίο οφείλει να κάνει ότι του λένε οι γονείς του, χωρίς καμία αντίρρηση και καμία δική του πρωτοβουλία (όπως συμβαίνει στην Ελλάδα από το 2010).
Περαιτέρω, οι χρηματαγορές δεν είναι λιγότερο παράλογες ή φοβισμένες, συγκριτικά με τις υπόλοιπες αγορές. Γνωρίζουν όμως ότι, οι κυβερνήσεις είναι «εξτρεμιστικά παράλογες» και πανικοβάλλονται υπερβολικά – ειδικά όσον αφορά τα δημόσια χρέη του κράτους που κυβερνούν.
Εάν λοιπόν τις απειλήσει κανείς με ένα κραχ, καθώς επίσης με την δυσάρεστη προοπτική, στις επόμενες εκλογές να απευθυνθούν στους πολίτες της χώρας τους με λιγότερα «δώρα», πόσο μάλλον με περικοπές και με μέτρα λιτότητας, είναι κατά πολύ προθυμότερες να τυπώσουν χρήματα – τουλάχιστον από τότε που εφευρέθηκαν τα χρήματα χωρίς αντίκρισμα (Fiat money).
Αυτό συμβαίνει πάντοτε, επειδή τρέφουν την παράλογη ελπίδα ότι, το αόρατο χέρι της αγοράς θα «ξυπνήσει» έως τις επόμενες εκλογές – οπότε θα αναλάβει ξανά την ηγεσία της οικονομίας της χώρας τους, εξαφανίζοντας ως δια μαγείας τα προβλήματα της. Αν και κάτι τέτοιο ακούγεται ως «δεισιδαιμονία», εν τούτοις συμβαίνει πάντοτε και παντού – με αποτελέσματα που δεν είναι δύσκολο να προβλεφθούν.
Οι παραλληλισμοί με τη Μεγάλη Ύφεση
Τα συναισθήματα «βιβλικής καταστροφής», τα οποία διευρύνονται κατά τη διάρκεια της σημερινής κρίσης πίσω από κλειστές πόρτες, για να μην γίνουν αντιληπτά από τις μάζες, θυμίζουν σε μεγάλο βαθμό τα αντίστοιχα της δεκαετίας του 1930.
Ειδικότερα, εντός της ΕΕ επικρατούν διαφορετικές απόψεις, σε σχέση με τον τρόπο, με τον οποίο θα έπρεπε να αντιμετωπισθούν τα χρέη. Η Γερμανία, η καγκελάριος της οποίας συνέκρινε την εποχή μας με αυτήν πριν από τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο (άρθρο), φοβάται την αντίδραση των επενδυτών, οι οποίοι αγοράζουν τα ομόλογα της, με εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια  – όπου δεν πρέπει κανείς να ξεχνάει πως τα χρέη της χώρας, σε απόλυτο μέγεθος, αλλά και σχετικό με το ΑΕΠ, είναι τεράστια.
Αντίθετα από τη Γερμανία, οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου θεωρούν ότι, η άμεση μείωση της ισοτιμίας του ευρώ, μέσω της εκτύπωσης νέων χρημάτων, θα κάνει τα προϊόντα τους πιο ανταγωνιστικά, αυξάνοντας τις εξαγωγές τους. Σε μία τέτοια περίπτωση λοιπόν τα βλέμματα στρέφονται ξανά προς το σημερινό, αόρατο μονάρχη – προς το διοικητή της ΕΚΤ ο οποίος, περικυκλωμένος από τραπεζικά ζόμπι καλείται, όπως κάποτε ο διοικητής της τράπεζας της Αγγλίας (Montagu Norman) να συμπεριφερθεί αποφασιστικά, λαμβάνοντας δραστικά μέτρα για τη διάσωση του συστήματος.
Οι αρχιερείς του χρηματοπιστωτικού συστήματος
Περαιτέρω, οι κεντρικοί τραπεζίτες ήταν ανέκαθεν της άποψης ότι, είναι καλύτερα να αναλαμβάνουν αυτοί το τιμόνι, όταν μαίνεται μία κρίση, ενώ οι πολιτικοί μαλώνουν σε κοινή θέα – παρά το ότι η πολιτική ηγεσία δεν ανήκει στις πρωτοβουλίες μίας κεντρικής τράπεζας.
Από την άλλη πλευρά όμως, ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα, όσον αφορά την απαιτούμενη συνεργασία μεταξύ των εθνικών κεντρικών τραπεζών της ΕΕ, είναι το ότι διαφέρουν σε ένα αποφασιστικό σημείο με τη γερμανική Bundesbank, η οποία ανήκει 100% στο κράτος: πολλές από αυτές είναι ιδιωτικές, όπως η Τράπεζα της Ελλάδος, οπότε είναι μάλλον απίθανο να λάβουν αυτές οι τράπεζες μέτρα, τα οποία θα έβλαπταν τους ιδιώτες-ιδιοκτήτες τους.
Το ίδιο συμβαίνει βέβαια και με τη Fed – η οποία είναι μία ιδιωτική τράπεζα, με κερδοσκοπικά ενδιαφέροντα. Ουσιαστικά πρόκειται για μία ιδιωτική τράπεζα, στην οποία έχουν δοθεί κρατικές αρμοδιότητες – αφού είναι υπεύθυνη για τη νομισματική σταθερότητα της χώρας, καθώς επίσης για την καταπολέμηση της ανεργίας, ενώ εμβάζει ετήσια μεγάλο μέρος των κερδών της στο αμερικανικό υπουργείο οικονομικών.
Αντίθετα, η ΕΚΤ δεν είναι ιδιωτική, αλλά είναι εντελώς ανεξάρτητη από την Πολιτική της Ευρωζώνης – ενώ απαγορεύεται να χρηματοδοτεί απ’ ευθείας τα κράτη. Παράλληλα, έχει ιδρυθεί με πρότυπο τη γερμανική Bundesbank – ενώ οι Γερμανοί έχουν εμπειρία από την κεντρική τους τράπεζα το 1930, από την Reichsbank, η οποία ήταν, όπως η Fed σήμερα: ιδιωτική με κρατικές αρμοδιότητες.
Όπως αποκάλυψε δε το 1953 ο πρόεδρος της (Schacht), η Reichsbank είχε συμβάλλει αποφασιστικά στην καταστροφή της Γερμανίας – αφού, με στόχο το κέρδος, είχε δανείσει χρήματα στους διεθνείς κερδοσκόπους, οι οποίοι τα χρησιμοποίησαν για να κερδοσκοπήσουν με το γερμανικό νόμισμα.
Το γεγονός αυτό (το οποίο γνωρίζουμε επίσης από τις ανάλογες πρωτοβουλίες της Τράπεζας της Ελλάδας, η οποία πιθανολογείται πως βοήθησε τους ξένους κερδοσκόπους να στοιχηματίσουν εναντίον της χώρας μας, επιταχύνοντας ή προκαλώντας τη χρεοκοπία της), ήταν ένας από τους λόγους της κατάρρευσης της δημοκρατίας της Βαϊμάρης και της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία.
Η Γερμανία, όταν το 1957 ίδρυσε την Bundesbank, ήθελε να αποφύγει ακριβώς αυτά τα λάθη – ενώ οι Γερμανοί, έχοντας την εμπειρία του καταστροφικότατου υπερπληθωρισμού που βίωσαν, έδωσαν στην κεντρική τους τράπεζα μία και μοναδική υπευθυνότητα: τη διατήρηση της σταθερότητας του μάρκου.
Με την στρατηγική αυτή η Γερμανία λειτούργησε πολύ καλά, έως την εισαγωγή του ευρώ – αφού κατάφερνε, με τη βοήθεια του νεωτερισμού των προϊόντων της, καθώς επίσης της αυξημένης παραγωγικότητας των εργαζομένων της, να εξάγει επιτυχώς τα προϊόντα της διεθνώς, παρά το «σκληρό μάρκο».
Μεταξύ των ετών 1948 και 1989 το βασικό επιτόκιο της γερμανικής κεντρικής τράπεζας κυμαινόταν πάντοτε μεταξύ του 3% και του 8% – ενώ η τράπεζα διατηρούσε τις αποστάσεις της από την Πολιτική, ακόμη και αν υπήρχαν σοβαρές συγκρούσεις.
Αντίθετα, οι κεντρικές τράπεζες της Γαλλίας και της Ιταλίας, χρησιμοποιούσαν ανέκαθεν το «μαλακό» νόμισμα για τη ρύθμιση της οικονομίας τους – μειώνοντας την ισοτιμία του, όταν τα προϊόντα τους έχαναν σε ανταγωνιστικότητα (κάτι που φυσικά δεν είναι κακό, αλλά απολύτως θεμιτό).
Ιδιοκτήτες της κεντρικής τράπεζας της Ιταλίας βέβαια είναι οι μεγάλες ιταλικές τράπεζες, οι ασφαλιστικές εταιρείες και ορισμένα συνταξιοδοτικά ταμεία – όπως συμβαίνει και με την κεντρική τράπεζα της Γαλλίας, η οποία ιδιωτικοποιήθηκε το 1993, εν όψει της εισαγωγής του ευρώ!
Επίλογος
Με την ίδρυση της ΕΚΤ, κατά τα πρότυπα της γερμανικής κεντρικής τράπεζας, υπήρξε για πρώτη φορά στην Ευρώπη μία ασυμβίβαστη ουσιαστικά μορφή «μικτών κουλτούρων» – με τους εκάστοτε εθνικούς κεντρικούς τραπεζίτες να θέλουν να οδηγήσουν το πλοίο σε εντελώς διαφορετικές κατευθύνσεις.
Λογικό επακόλουθο τώρα ήταν και είναι να αποφασίζεται η τελική κατεύθυνση, μετά από αγώνες ισχύος μεταξύ τους. Επομένως, υπάρχει μία μεγάλη σύγκρουση συμφερόντων εντός της Ευρωζώνης η οποία, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες «φυγόκεντρες δυνάμεις» που έχουν αναπτυχθεί εντός της, θα την οδηγήσει αργά ή γρήγορα στη διάλυση – ενδεχομένως δε τη Γερμανία σε μονομερή έξοδο, η οποία όμως θα την απομόνωνε όπως τη δεκαετία του 1930, με τα γνωστά τρομακτικά επακόλουθα.

Φυσικά μπορεί ίσως να αποφευχθεί το μοιραίο, εάν η Ευρωζώνη ενωθεί τραπεζικά, δημοσιονομικά και πολιτικά – κάτι που όμως δεν είναι τόσο εύκολο να επιτευχθεί, για πάρα πολλούς λόγους. Επομένως, εάν θεωρηθεί πως ισχύουν τα παραπάνω, η εναλλακτική, βιώσιμη λύση είναι η ελεγχόμενη επιστροφή όλων των χωρών μαζί στην αφετηρία – στην προ ευρώ εποχή δηλαδή, όπου όλα τα εθνικά νομίσματα ήταν συνδεδεμένα με την ευρωπαϊκή νομισματική μονάδα (ανάλυση).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου