Η ιστορία των υπέρογκων κρατικών επιχορηγήσεων που θεσμοθετήθηκαν από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το 1984, καθώς επίσης οι διαφορές της κυβέρνησης με τη ΝΔ – η οποία μπορεί και πρέπει να εξυπηρετεί τον υπέρογκο τραπεζικό δανεισμό της, αρκεί να εκπονήσει ένα ορθολογικό σχέδιο.
.
Ανάλυση
Εισαγωγικά, ασφαλώς δεν είμαστε εναντίον της κρατικής επιχορήγησης των κομμάτων, αρκεί να διατηρείται σε λογικά επίπεδα, καθώς επίσης να είναι διαφανής ο τρόπος χρησιμοποίησης της από τις πολιτικές παρατάξεις
– αφού διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ανεξάρτητα. Εν
τούτοις, προκαλούν συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού, ιδίως όσον αφορά τα
μικρά κόμματα και ειδικά αυτά που είναι εκτός βουλής, είτε καινούργια,
είτε παλαιότερα – ενώ, επειδή διαμοιράζεται με βάση τα εκλογικά
αποτελέσματα, τα ισχυρά κόμματα επωφελούνται πολύ περισσότερο. Επομένως
το θέμα να έπρεπε να διερευνηθεί καλύτερα, έτσι ώστε να είναι μικρότερες
οι «παρενέργειες» – αν και το σύστημα, έτσι όπως είναι δομημένο, δεν
πρόκειται να το επιτρέψει (ανάλυση).
Όπως και να είναι όμως δεν
δικαιολογείται η διαφθορά και η διαπλοκή των κομμάτων, όταν τόσο τα
ίδια, όσο και οι βουλευτές τους, αμείβονται πλουσιοπάροχα – έχοντας
προνόμια που δεν συναντώνται πουθενά αλλού. Εκτός αυτού, η ενασχόληση με την πολιτική δεν πρέπει να οφείλεται σε βιοποριστικούς λόγους
– κάτι που δυστυχώς συμβαίνει, με αποτέλεσμα να αναφερόμαστε σε
επαγγελματίες πολιτικούς και σε κόμματα-επιχειρήσεις, οι επικεφαλείς των
οποίων κάποιες φορές παρακρατούν για τον εαυτό τους ένα σημαντικό μέρος
των ποσών των επιχορηγήσεων. Πόσο μάλλον όταν συνήθως απασχολούνται
εθελοντές στα κόμματα, χωρίς υποχρέωση μισθοδοσίας ή ασφαλιστικών
εισφορών – ενώ ο λογιστικός έλεγχος των οικονομικών τους είναι αρκετά
ελλιπής.
Συνεχίζοντας, η κρατική επιχορήγηση των κομμάτων θεσμοθετήθηκε το 1984 από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και τον τότε υπουργό οικονομικών της
– με την αιτιολογία της ανεξαρτητοποίησης τους από τους «οικονομικούς
παράγοντες» που τα χρηματοδοτούσαν, έτσι ώστε να στηρίζουν τα συμφέροντα
ολόκληρης της κοινωνίας και όχι μόνο των ελίτ-χρηματοδοτών τους. Έκτοτε
όμως, τα ποσά που ελάμβαναν αυξάνονταν διαρκώς. Για παράδειγμα, το
συνολικό ποσόν της τακτικής επιχορήγησης του 2010 είχε εκτοξευθεί στα 109.343.200 € ή πάνω από 9.100.000 € το μήνα,
(από 85.135.050 € το 2009), το οποίο θα μοιραζόταν ανάλογα με τα
ποσοστά τους στις βουλευτικές εκλογές του 2009 – γεγονός που σημαίνει
πως τη μερίδα του λέοντος θα έπαιρναν το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ (πηγή), εάν δεν είχε οδηγηθεί η Ελλάδα στο ΔΝΤ.
Λόγω της χρεοκοπίας της χώρας, τα ποσά της ετήσιας
τακτικής επιχορήγησης μαζί με την επιμορφωτική μειώθηκαν στα 48.800.000
€ το 2010 (πηγή, ΦΕΚ), , στα 40.513.968 € το 2011, στα 37.430.000 € το
2012 και στα 21.827.000 € το 2013 – ενώ για το 2018 εγκρίθηκαν «μόλις»
13.500.000 € ή 1.125.000 € το μήνα. Το μοίρασμα της επιχορήγησης το 2013 φαίνεται στο γράφημα που ακολουθεί
– ενώ εκτός από την τακτική και επιμορφωτική επιχορήγηση, τα κόμματα
λαμβάνουν επί πλέον (α) μία εκλογική χρηματοδότηση όταν διεξάγονται
εκλογές που είναι περίπου ίση με το 50% της ετήσιας κρατικής
επιχορήγησης τους (για παράδειγμα, εάν η ετήσια τακτική επιχορήγηση είναι 5.000.000 € τότε η εκλογική ανέρχεται στα 2.500.000 €), καθώς επίσης (β) μία χρηματοδότηση για τις Ευρωεκλογές, περίπου στο ίδιο ύψος.
Πώς είναι δυνατόν λοιπόν να εισέλθουν
νέα κόμματα στην ελληνική Βουλή, όταν πρέπει να αντιμετωπίσουν αυτόν τον
πακτωλό χρημάτων που μεταφράζονται σε διαφημίσεις, σε προεκλογικές
ομιλίες, σε εκλογικά κέντρα κοκ., ενώ την ίδια ώρα τα ΜΜΕ τους παρέχουν το συντριπτικό μέρος του τηλεοπτικού, ραδιοφωνικού και έντυπου χώρου τους;
Πώς να χρηματοδοτήσουν τις δικές τους προεκλογικές εκστρατείες, με τους
περιορισμένους πόρους που συνήθως διαθέτουν, όταν είναι έντιμα και δεν
στηρίζονται από το σύστημα;
Περαιτέρω, με βάση τον Ισολογισμό του
2017 του ΣΥΡΙΖΑ (γράφημα), υπενθυμίζοντας πως έχουμε ήδη αναφερθεί στον
εξαιρετικά προβληματικό Ισολογισμό της ΝΔ για το ίδιο έτος (πηγή),
η τακτική ετήσια επιχορήγηση που έλαβε ήταν 5.679.808,18 € (από
3.352.098,61 € το 2016) ή 473.317 € το μήνα – ενώ η επιμορφωτική
1.070.330,66 € (από 736.050 € το 2016) ή 89.194 € το μήνα. Συνολικά λοιπόν περί τα 6.750.000 € ετήσια ή 562.511 € το μήνα – ενώ οι εισφορές των μελών του ήταν μόλις 23.391 €, των βουλευτών-ευρωβουλευτών του 2.488.490,59 € και οι λοιπές 65.280 €.
Ως εκ τούτου είχε στη διάθεση του το 2017 το ποσόν των 9.327.300,43 € ή 777.275 € το μήνα (από 6.751.288,39 € το 2016), δαπανώντας τα 6.316.042 € – οπότε η χρήση ήταν κερδοφόρα, με κέρδη 3.011.258 €. Δεν γνωρίζουμε πάντως τι ακριβώς σημαίνει η θέση «συμμετοχές» στον Ισολογισμό του ΣΥΡΙΖΑ, ύψους 13.741.549,94 €, στις οποίες διενεργούνται αποσβέσεις – αφού δεν πρόκειται για μία απλή επιχείρηση που συμμετέχει μετοχικά σε άλλες.
Εν τούτοις, οφείλει και ο ΣΥΡΙΖΑ στις τράπεζες το ποσόν των 6.277.623,87 €, το οποίο όμως έχει μειωθεί σε σχέση με το 2016
– οπότε το εξυπηρετεί. Για τόκους και έξοδα τραπεζών πληρώνει μόλις
573.594,21 € ετήσια (9%), όταν η ΝΔ 27.611.092 € – λόγω του υπέρογκου
δανεισμού της, ο οποίος στα λογιστικά της βιβλία καθορίζεται στα
250.634.064 €! Στο γράφημα που ακολουθεί συγκρίνονται τα δύο κόμματα
μεταξύ τους, όσον αφορά το 2017 – έτσι ώστε να φανούν οι μεγάλες
διαφορές τους.
Συνεχίζοντας, σύμφωνα με τον Νόμο 3023 του 2000 απαγορεύονται οι χορηγίες εταιρειών στα κόμματα
– οπότε μοναδική πηγή χρηματοδότησής τους, εκτός από τις κρατικές
επιχορηγήσεις, αποτελούν οι εισφορές των μελών. Εν προκειμένω η ΝΔ έχει
κατά πολύ μεγαλύτερες εισφορές από το ΣΥΡΙΖΑ – δηλαδή 2.011.954,80 €
έναντι μόλις 65.280 € του τελευταίου. Αντίθετα, πολύ μικρότερες εισφορές
ευρωβουλευτών και βουλευτών, κατά 1.861.901 €.
Εάν τώρα θα ήθελε πράγματι να
εξυπηρετήσει τον τραπεζικό της δανεισμό, αφενός μεν θα έπρεπε να μειώσει
ακόμη περισσότερο τα έξοδα της, αφετέρου να απαιτήσει μεγαλύτερες εισφορές από τους βουλευτές και ευρωβουλευτές της – πολύ υψηλότερες από ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος εισπράττει ήδη 1.861.901 € ετησίως παραπάνω (ειδικά από τους ευρωβουλευτές που αμείβονται πλουσιοπάροχα – πηγή).
Εκτός αυτού θα έπρεπε να συνδράμουν όλοι όσοι δημιούργησαν αυτό το
χρέος, κυρίως οι πρωθυπουργοί και οι υπουργοί των προηγουμένων
κυβερνήσεων της – ενώ είναι κατά τη γνώμη μας κυνική η θέση του
ευρωβουλευτή της, σύμφωνα με τον οποίο η ΝΔ θα επιδιώξει να έχει
μεγαλύτερα ποσοστά στις επόμενες εκλογές, για να αυξήσει την κρατική της
επιχορήγηση, με στόχο την εξυπηρέτηση του δανεισμού της!
Από την άλλη πλευρά θα πρέπει να
διαπραγματευθεί με τις τράπεζες, όσον αφορά τη μείωση του επιτοκίου
δανεισμού της στο ελάχιστο – αφού είναι ασφαλώς υπερβολικό το επιτόκιο,
με το οποίο φαίνεται από τον Ισολογισμό της ότι χρεώνεται (11%). Σε κάθε περίπτωση θα έπρεπε να εκπονήσει ένα σχέδιο ρεαλιστικής εξυπηρέτησης του δανεισμού της
– αφού δεν είναι δυνατόν να θέλει να σώσει τη χώρα, όταν δεν μπορεί να
διασώσει τον εαυτό της, ενώ θα μπορούσε να είναι έρμαιο ενδεχόμενων
εκβιασμών εκ μέρους των τραπεζών, των δανειστών, των υποστηρικτών της
κοκ.
Οφείλει επίσης να είναι καθαρή απέναντι
στους Πολίτες, όσον αφορά τις προθέσεις της – όπου δεν είναι δυνατόν να
συνδέει τις φορολογικές μεταρρυθμίσεις που προτείνει με το ποσοστό που
θα υπερβαίνει το πρωτογενές πλεόνασμα του 3,5% (πηγή), αφού η ίδια πολύ σωστά δηλώνει πως το 3,5% στραγγαλίζει την οικονομία, ενώ καθιστά εντελώς αδύνατη την ανάπτυξη της χώρας (κατά
την άποψη μας εντός της πολιτικής των μνημονίων η ανάπτυξη, χωρίς την
οποία δεν λύνεται κανένα πρόβλημα των Ελλήνων, είναι όνειρο θερινής
νύχτας). Την ίδια «κουτοπόνηρη οδό» ακολουθεί και στο θέμα των Σκοπίων – όπου ουσιαστικά επιλέγει να αφήσει το ΣΥΡΙΖΑ «να βγάλει το φίδι από την τρύπα» και μετά να σεβαστεί τα συμπεφωνημένα, αποδεχόμενη τη συνέχεια του κράτους, όπως έχει ήδη δηλώσει.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας το άλλο χρεοκοπημένο
κόμμα, το ΠΑΣΟΚ, είναι αδύνατον ποτέ να εξυπηρετήσει τα χρέη του – ενώ
τα στελέχη του έχουν μοιρασθεί στο ΣΥΡΙΖΑ (κυρίως), στο ΚΙΝΑΛ κοκ. Επομένως πρέπει να βρεθεί κάποια λύση «εκκαθάρισης» του, όπως συμβαίνει με τις χρεοκοπημένες επιχειρήσεις
– ενώ πιστεύουμε γενικότερα πως η πρώτη προτεραιότητα της επανεκκίνησης
μίας οικονομίας, είναι το «ξεκαθάρισμα» όλων των «λογιστικών
λογαριασμών» της.
Με απλά λόγια, οι κόκκινες οφειλές των
Πολιτών, καθώς επίσης των επιχειρήσεων που είναι αδύνατον ποτέ να
εξυπηρετηθούν απέναντι στο δημόσιο, στις τράπεζες, στους ασφαλιστικούς
και λοιπούς οργανισμούς, πρέπει να μεταφερθούν σε μία κρατική «κακή»
τράπεζα (Bad bank) – έτσι ώστε να καθαρίσουν εντελώς οι ισολογισμοί όλων των παραπάνω, οπότε να δει κανείς σε ποια πραγματικά θέση βρίσκονται.
Όσον αφορά αυτήν την «κακή τράπεζα», οφείλει στη συνέχεια να προβεί
μεθοδικά στο ξεκαθάρισμα των προβληματικών χρεών – ενώ είναι ανόητο να
λέμε, για παράδειγμα, πως τα χρέη των Πολιτών απέναντι στο δημόσιο είναι
100 δις €, όταν γνωρίζουμε πως τα 80 δις € είναι ήδη χαμένα.
Βασίλης Βιλιάρδος
Οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακά στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου