Δημήτρης Καμπουράκης
Όσοι έχουμε τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό μικρόφωνο στα χέρια μας, την χθεσινή τραγική μέρα αντιμετωπίσαμε ένα φοβερό δίλημμα: Με το ξημέρωμα της μέρας και ενώ καταμετρούνταν ακόμα νεκροί και τραυματίες, ήταν σωστό να κάνουμε λόγο για ευθύνες; Να ψάξουμε πίσω από τα δραματικά γεγονότα όσα έγιναν ή δεν έγιναν, να ζητήσουμε –ίσως- παραιτήσεις υπευθύνων ή δεν ήταν η ώρα;Υπάρχουν δυο δημοσιογραφικές σχολές: Η μια λέει «να ορμάς την ώρα της κρίσης, τότε είναι που σε ακούνε». Η άλλη σχολή λέει «την ώρα που συμβαίνουν τα γεγονότα, η κρίση σου δεν είναι αντικειμενική, θα αδικήσεις ανθρώπους. Περίμενε». Περιττό να πω ότι η συντριπτική πλειοψηφία του κοινού συντάσσεται με την πρώτη άποψη, απαιτώντας καταγγελία και αναζήτηση ευθυνών την ίδια την ώρα του συμβάντος. Υπάρχει φυσικά και μια σκεπτόμενη μειοψηφία που αρνείται να ακούσει για ευθύνες ενόσω οι νεκροί δεν έχουν ακόμα ταφεί. Το θεωρεί ανεπίτρεπτο.
Κατανοώ και τις δυο σχολές μετάδοσης και ανάλυσης των γεγονότων. Προσωπικά προτιμώ την δεύτερη, αν και ειδικά χθες, όσο περνούσε η ώρα και το βουνό των νεκρών συνανθρώπων μας ψήλωνε φρικτά, γινόταν δυσκολότερη και η διαχείριση του θυμού. Του προσωπικού αλλά και του θυμού των ακροατών. Διότι άλλο είναι να μιλάμε για μια φωτιά που έκαψε δάση ή περιουσίες κι άλλο να αναμεταδίδουμε ζωντανά μια καταστροφή εθνικών διαστάσεων που προσθέτει κάθε ώρα νεκρούς.
Όλα μπορώ να καταλάβω και μερικώς να τα κατανοήσω. Και το «ασύμμετρο» των συνθηκών και την ανοργανωσιά ενός μηχανισμού που ποτέ δεν διακρίθηκε για τον άψογο σχεδιασμό του και τον πανικό των υπευθύνων μπροστά στο μέγεθος της καταστροφής που δεν κατάφεραν να αποτρέψουν. Αυτό που μου είναι αδύνατο να χωνέψω είναι ο παχυδερμισμός. Ξέρετε που φαίνεται ο παχυδερμισμός του ανθρώπου ή των ομάδων; Στην πρώτη τους σκέψη μετά την συνειδητοποίηση της τραγωδίας.
Αν η πρώτη τους σκέψη είναι «πως θα αποτρέψουμε να ακουστεί η λέξη παραίτηση», τότε –λυπάμαι που το λέω- έχουμε να κάνουμε με παχύδερμα. Αν την ώρα που ακόμα καταμετρούνται απανθρακωμένοι άνθρωποι και ο καθένας εκ’ των υπευθύνων αποκτά -ατομικά και συλλογικά- πλήρη συνείδηση των έμμεσων ή άμεσων ευθυνών του, αν εκείνη την οριακή στιγμή δεν καταρρεύσουν εσωτερικά αλλά φουντώσει μέσα τους το ένστικτο της πολιτικής τους αυτοσυντήρησης, τότε έχουμε να κάνουμε με στυγνούς επαγγελματίες της πολιτικής και τίποτα άλλο.
Γιατί τα γράφω αυτά; Διότι από την Τρίτη το πρωί, σύσσωμη η κυβέρνηση και οι περί αυτήν αξιωματούχοι, μία μόνο αγωνία είχαν: Μην τυχόν και ακουστεί από τηλεόραση ή μεγάλο ραδιόφωνο, η λέξη «παραίτηση».
Το γράφω στηριγμένος σε γεγονότα και δεν σηκώνω διάψευση επ’ αυτού. Ανεξαρτήτως αν ήταν η ώρα ν’ ακουστεί κάτι τέτοιο, ανεξαρτήτως αν οι παραιτήσεις αποτελούν λύση ή όχι, το γεγονός ότι ένας ολόκληρος κρατικός προπαγανδιστικός μηχανισμός ήταν προσανατολισμένος στο να αποτραπεί το άκουσμα αυτής της λεξούλας, τα λέει όλα για το ποιόν τους. Τίποτα άλλο προς το παρόν. Τα υπόλοιπα μετά τον θρήνο.
Όσοι έχουμε τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό μικρόφωνο στα χέρια μας, την χθεσινή τραγική μέρα αντιμετωπίσαμε ένα φοβερό δίλημμα: Με το ξημέρωμα της μέρας και ενώ καταμετρούνταν ακόμα νεκροί και τραυματίες, ήταν σωστό να κάνουμε λόγο για ευθύνες; Να ψάξουμε πίσω από τα δραματικά γεγονότα όσα έγιναν ή δεν έγιναν, να ζητήσουμε –ίσως- παραιτήσεις υπευθύνων ή δεν ήταν η ώρα;Υπάρχουν δυο δημοσιογραφικές σχολές: Η μια λέει «να ορμάς την ώρα της κρίσης, τότε είναι που σε ακούνε». Η άλλη σχολή λέει «την ώρα που συμβαίνουν τα γεγονότα, η κρίση σου δεν είναι αντικειμενική, θα αδικήσεις ανθρώπους. Περίμενε». Περιττό να πω ότι η συντριπτική πλειοψηφία του κοινού συντάσσεται με την πρώτη άποψη, απαιτώντας καταγγελία και αναζήτηση ευθυνών την ίδια την ώρα του συμβάντος. Υπάρχει φυσικά και μια σκεπτόμενη μειοψηφία που αρνείται να ακούσει για ευθύνες ενόσω οι νεκροί δεν έχουν ακόμα ταφεί. Το θεωρεί ανεπίτρεπτο.
Κατανοώ και τις δυο σχολές μετάδοσης και ανάλυσης των γεγονότων. Προσωπικά προτιμώ την δεύτερη, αν και ειδικά χθες, όσο περνούσε η ώρα και το βουνό των νεκρών συνανθρώπων μας ψήλωνε φρικτά, γινόταν δυσκολότερη και η διαχείριση του θυμού. Του προσωπικού αλλά και του θυμού των ακροατών. Διότι άλλο είναι να μιλάμε για μια φωτιά που έκαψε δάση ή περιουσίες κι άλλο να αναμεταδίδουμε ζωντανά μια καταστροφή εθνικών διαστάσεων που προσθέτει κάθε ώρα νεκρούς.
Όλα μπορώ να καταλάβω και μερικώς να τα κατανοήσω. Και το «ασύμμετρο» των συνθηκών και την ανοργανωσιά ενός μηχανισμού που ποτέ δεν διακρίθηκε για τον άψογο σχεδιασμό του και τον πανικό των υπευθύνων μπροστά στο μέγεθος της καταστροφής που δεν κατάφεραν να αποτρέψουν. Αυτό που μου είναι αδύνατο να χωνέψω είναι ο παχυδερμισμός. Ξέρετε που φαίνεται ο παχυδερμισμός του ανθρώπου ή των ομάδων; Στην πρώτη τους σκέψη μετά την συνειδητοποίηση της τραγωδίας.
Αν η πρώτη τους σκέψη είναι «πως θα αποτρέψουμε να ακουστεί η λέξη παραίτηση», τότε –λυπάμαι που το λέω- έχουμε να κάνουμε με παχύδερμα. Αν την ώρα που ακόμα καταμετρούνται απανθρακωμένοι άνθρωποι και ο καθένας εκ’ των υπευθύνων αποκτά -ατομικά και συλλογικά- πλήρη συνείδηση των έμμεσων ή άμεσων ευθυνών του, αν εκείνη την οριακή στιγμή δεν καταρρεύσουν εσωτερικά αλλά φουντώσει μέσα τους το ένστικτο της πολιτικής τους αυτοσυντήρησης, τότε έχουμε να κάνουμε με στυγνούς επαγγελματίες της πολιτικής και τίποτα άλλο.
Γιατί τα γράφω αυτά; Διότι από την Τρίτη το πρωί, σύσσωμη η κυβέρνηση και οι περί αυτήν αξιωματούχοι, μία μόνο αγωνία είχαν: Μην τυχόν και ακουστεί από τηλεόραση ή μεγάλο ραδιόφωνο, η λέξη «παραίτηση».
Το γράφω στηριγμένος σε γεγονότα και δεν σηκώνω διάψευση επ’ αυτού. Ανεξαρτήτως αν ήταν η ώρα ν’ ακουστεί κάτι τέτοιο, ανεξαρτήτως αν οι παραιτήσεις αποτελούν λύση ή όχι, το γεγονός ότι ένας ολόκληρος κρατικός προπαγανδιστικός μηχανισμός ήταν προσανατολισμένος στο να αποτραπεί το άκουσμα αυτής της λεξούλας, τα λέει όλα για το ποιόν τους. Τίποτα άλλο προς το παρόν. Τα υπόλοιπα μετά τον θρήνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου