Ανήσυχες οι Βρυξέλλες από τον κίνδυνο καθυστέρησης των διαπραγματεύσεων του Brexit
Του ανταποκριτή μας στις Βρυξέλλες, Γιάννη Αντύπα
• Το Ηνωμένο Βασίλειο αδυνατεί να καταλήξει σε μια ενωμένη θέση
• Ένα σκληρό ή συναινετικό διαζύγιο σημαίνει κάτι διαφορετικό σε κάθε κράτος-μέλος της ΕΕ. Άλλες σχέσεις έχει με το Ηνωμένο Βασίλειο η Ολλανδία και άλλες η Γαλλία.
Μα αργούν οι Βρετανοί στα ραντεβού τους; Αυτό το ερώτημα φαίνεται να προβληματίζει τις Βρυξέλλες αυτή την περίοδο, καθώς μετά την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης των διαπραγματεύσεων του Brexit, οι ασάφειες της Ντάουνινγκ Στριτ προκαλούν αμηχανία στους αξιωματούχους της Ευρώπης.
Και πώς όχι άλλωστε; Παρά τις χρόνιες αδυναμίες συγχρονισμού όλων των κρατών-μελών της ΕΕ σε κοινά ζητήματα, η συσπείρωση που επέδειξαν μετά το βρετανικό δημοψήφισμα ήταν τουλάχιστον πρωτοφανής. Εντός λίγων μηνών, τα κράτη-μέλη συμφώνησαν τόσο στις κατευθυντήριες γραμμές της διαπραγμάτευσης, όσο και στη διαπραγματευτική ομάδα που θα αναλάβει το δύσκολο έργο διεκπεραίωσής της. Στην άλλη πλευρά της Μάγχης όμως, επιδεικνύεται μια μη χαρακτηριστική για Βρετανούς βραδύτητα και καθυστέρηση στη λήψη και εκτέλεση αποφάσεων.
Πού βρίσκονται οι δυσκολίες συνεπώς; Η πρώτη διαδικασία των διαπραγματεύσεων, αυτή του διαζυγίου, είχε ξεκάθαρα θέματα προς συζήτηση και σχετικά καθαρές τοποθετήσεις από τις δύο πλευρές (και πάλι η Ευρώπη κατηγορούσε τη Βρετανία για ασάφεια, αλλά σε μικρότερο βαθμό). Το ζήτημα είναι πως ο δεύτερος γύρος διαπραγματεύσεων αποτελεί μια μακράν δυσκολότερη πρόκληση, καθώς το Ηνωμένο Βασίλειο αδυνατεί να καταλήξει σε μια ενωμένη θέση. Είναι λογικό πάντως πως σε ένα διαζύγιο είναι συνήθως πιο ξεκάθαρη υπόθεση το τι έχουν να χωρίσουν τα δύο μέρη από το να καθορίσουν τη μελλοντική τους σχέση.
Η συνθηκολόγηση της βρετανικής κυβέρνησης τον Δεκέμβριο, διά της υποχρέωσης καταβολής εξολοκλήρου του ποσού που τους αναλογεί από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, παρά τους πύρινους λόγους από τους υπέρμαχους της αποχώρησης από την Ένωση στην αρχή των διαπραγματεύσεων, είχε ως αποτέλεσμα μια απροσδόκητη σιωπή από την πλευρά της.
Προηγούμενο δεν υπάρχει, συνεπώς αμφότερες πλευρές προσπαθούν να βρουν την κατάλληλη φόρμουλα για τη μελλοντική τους σχέση ερευνώντας διαφορετικές εμπορικές σχέσεις της ΕΕ με τρίτες χώρες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα προτιμούσε ένα μοντέλο παρόμοιο με τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) όπου θα συμμετείχε στην Ευρωπαϊκή Κοινή Αγορά χωρίς να χρειάζεται να είναι μέλος, υπό το πρότυπο της Νορβηγίας. Αυτό βέβαια δεν είναι αποδεκτό από το Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς προϋποθέτει το σεβασμό των τεσσάρων ελευθεριών της Ένωσης, την ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων μεταξύ των χωρών του ΕΟΧ.
Συνεπώς το ερώτημα και στις δύο πλευρές είναι ποια φόρμουλα θα χρησιμοποιηθεί ως καλούπι για τη νέα σχέση των δύο. Θα μπορούσε να είναι κάτι όπως η συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με τον Καναδά, την CETA, ή η συμφωνία εμπορίου με την Ιαπωνία. Τίποτα δεν μπορεί να προχωρήσει όμως, όσο διαρκούν οι εσωτερικές αναταράξεις στη βρετανική κυβέρνηση, κάτι που δεν επιτρέπει την άμεση συσπείρωση πίσω από έναν κοινό στόχο, κάτι που θα έλυνε τα χέρια του βασικού διαπραγματευτή της, Ντέιβιντ Ντέιβις.
Παρά την ισχυρή διαπραγματευτική της θέση και η ΕΕ πάντως ανησυχεί για το μέλλον. Στο θέμα του διαζυγίου όλες οι πλευρές ήταν σύμφωνες πως το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να δεχθεί να πληρώσει ό,τι οφείλει στον προϋπολογισμό, να σεβαστεί τα δικαιώματα των πολιτών τους που μένουν στο Ηνωμένο Βασίλειο και να αποφευχθούν νέες αναταραχές στην Ιρλανδία.
Ένα σκληρό ή συναινετικό Brexit σημαίνει κάτι διαφορετικό σε κάθε κράτος-μέλος της ΕΕ. Άλλες σχέσεις έχει με το Ηνωμένο Βασίλειο η Ολλανδία και άλλες η Γαλλία. Συνεπώς υπάρχει μια νέα διάσταση στη νέα αυτή φάση, η οποία αλλάζει τα δεδομένα στην προσέγγιση της ΕΕ. Στην πρώτη φάση, μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, η Ευρώπη παρουσίασε μια ενωμένη θέση και έναν διαπραγματευτή έτοιμο για εξαντλητικές διαπραγματεύσεις, έχοντας και προηγούμενα με τους Βρετανούς. Τώρα τηρεί μια άτυπη στάση αναμονής, επιλέγοντας να αφήσει τη Βρετανία να κάνει το πρώτο βήμα, προτείνοντας τη νέα σχέση των δύο, έτσι ώστε να προσαρμόσει ανάλογα τη στρατηγική της.
Τα ερωτήματα της δύσκολης αυτής εξίσωσης δεν τελειώνουν με τη δεύτερη φάση των διαπραγματεύσεων. Προσπαθώντας να προλάβει όλες τις εξελίξεις, η Ευρωπαϊκή Ένωση ήδη υιοθέτησε τις κατευθυντήριες γραμμές της διαπραγμάτευσης για την περίοδο πριν την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά μετά τη λήξη της δεύτερης φάσης των διαπραγματεύσεων.
Τι θέλει η ΕΕ στη μεταβατική περίοδο;
Η μεταβατική περίοδος αναμένεται να ξεκινήσει από τις 31 Μαρτίου 2019, με την ολοκλήρωση δηλαδή της δεύτερης φάσης διαπραγματεύσεων και να διαρκέσει ως το τέλος του 2020 το αργότερο. Η θέση της ΕΕ είναι πως η μεταβατική περίοδος θα καλύπτει το σύνολο του κεκτημένου της και η Μεγάλη Βρετανία δεν θα συμμετέχει πλέον στα θεσμικά όργανα ούτε στη διαδικασία λήψης αποφάσεών της. Παράλληλα, το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει να την ενημερώνει για οποιεσδήποτε μεταβατικές ρυθμίσεις με συγκεκριμένες προθεσμίες όπως και αν εφαρμόζονται όλες οι ισχύουσες κανονιστικές, δημοσιονομικές, εποπτικές, δικαστικές και εκτελεστικές πράξεις της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το τελευταίο κομμάτι, αυτό του Δικαστηρίου, φαίνεται να προβληματίζει ιδιαίτερα το Λονδίνο, όμως ο διαπραγματευτής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Μισέλ Μπαρνιέ, ήταν ξεκάθαρος λέγοντας πως «κατά τη διάρκεια της μετάβασης, το Ηνωμένο Βασίλειο θα συνεχίσει να συμμετέχει στην ενιαία αγορά, προκειμένου να συμμετάσχει στην τελωνειακή ένωση. Θα συνεχίσει να έχει όλα τα οικονομικά οφέλη, συνεπώς πρέπει να εφαρμόζει όλους τους κανόνες της ΕΕ. Η ενιαία αγορά δεν μπορεί να είναι a la carte».
Ο Μισέλ Μπαρνιέ φάνηκε ξεκάθαρος, «οι αποφάσεις αυτές θα ισχύσουν και το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει να γνωρίζει τους κανόνες του παιχνιδιού και να τους αποδεχθεί», ανέφερε.
Για την ΕΕ, όσο και για το Ηνωμένο Βασίλειο, η μεταβατική περίοδος είναι ουσιώδης, καθώς θα συμβάλει σημαντικά στο να καθησυχάσει τις επιχειρήσεις και τους πολίτες και να αποφευχθούν πιθανές αναταραχές στις οικονομίες των εμπλεκόμενων σύμφωνα με Ευρωπαίους αξιωματούχους.
Οι ανακοινώσεις αυτές του Μισέλ Μπαρνιέ προκάλεσαν άμεσες αντιδράσεις από την πλευρά του Ηνωμένου Βασιλείου, κυρίως όμως επικοινωνιακού χαρακτήρα, καθώς οι υπάλληλοι της κυβέρνησης μετέφεραν το μήνυμα πως οι νέες οδηγίες της ΕΕ δίνουν στην Πρωθυπουργό Τερέζα Μέι ακριβώς ό,τι είχε ζήτησε όταν πρώτη έθεσε το θέμα μεταβατικής περιόδου σε μια ομιλία της στη Φλωρεντία τον Σεπτέμβριο του περασμένου έτους.
ΠΛΑΙΣΙΟ
Πολυπλοκότεροι οι παράγοντες της εξίσωσης
Πάντως η συνεχής κυβερνητική αδυναμία του Ηνωμένου Βασιλείου ανησυχεί τις Βρυξέλλες. Μια ενδεχόμενη αδυναμία εύρεσης κοινού εδάφους για την επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων θα καθυστερούσε σημαντικά τη διαδικασία, δεδομένου πως η ΕΕ θέλει να μην παραβιαστούν τα χρονικά πλαίσια που έχει ορίσει. Παράλληλα μια πτώση της κυβέρνησης και αντικατάστασής της από ένα νέο σχήμα ή τους Εργατικούς θα σήμαινε δομικές αλλαγές στα πρόσωπα κλειδιά της διαπραγμάτευσης και συνεπώς νέο γύρο καθυστερήσεων.
Κατά πόσον η αμφίσημη αυτή στάση της βρετανικής κυβέρνησης οφείλεται στις εσωτερικές της διασπάσεις ή αποτελεί μια τακτική πίεσης της ευρωπαϊκής πλευράς, εκτροχιάζοντας το υφιστάμενο χρονικό πλαίσιο, θα φανεί στο μέλλον. Το μόνο βέβαιο είναι πως απομένει πολύς δρόμος μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας και οι παράγοντες της εξίσωσης αυτής γίνονται μόνο πολυπλοκότεροι.
dialogos.com.cy
Του ανταποκριτή μας στις Βρυξέλλες, Γιάννη Αντύπα
• Το Ηνωμένο Βασίλειο αδυνατεί να καταλήξει σε μια ενωμένη θέση
• Ένα σκληρό ή συναινετικό διαζύγιο σημαίνει κάτι διαφορετικό σε κάθε κράτος-μέλος της ΕΕ. Άλλες σχέσεις έχει με το Ηνωμένο Βασίλειο η Ολλανδία και άλλες η Γαλλία.
Μα αργούν οι Βρετανοί στα ραντεβού τους; Αυτό το ερώτημα φαίνεται να προβληματίζει τις Βρυξέλλες αυτή την περίοδο, καθώς μετά την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης των διαπραγματεύσεων του Brexit, οι ασάφειες της Ντάουνινγκ Στριτ προκαλούν αμηχανία στους αξιωματούχους της Ευρώπης.
Και πώς όχι άλλωστε; Παρά τις χρόνιες αδυναμίες συγχρονισμού όλων των κρατών-μελών της ΕΕ σε κοινά ζητήματα, η συσπείρωση που επέδειξαν μετά το βρετανικό δημοψήφισμα ήταν τουλάχιστον πρωτοφανής. Εντός λίγων μηνών, τα κράτη-μέλη συμφώνησαν τόσο στις κατευθυντήριες γραμμές της διαπραγμάτευσης, όσο και στη διαπραγματευτική ομάδα που θα αναλάβει το δύσκολο έργο διεκπεραίωσής της. Στην άλλη πλευρά της Μάγχης όμως, επιδεικνύεται μια μη χαρακτηριστική για Βρετανούς βραδύτητα και καθυστέρηση στη λήψη και εκτέλεση αποφάσεων.
Πού βρίσκονται οι δυσκολίες συνεπώς; Η πρώτη διαδικασία των διαπραγματεύσεων, αυτή του διαζυγίου, είχε ξεκάθαρα θέματα προς συζήτηση και σχετικά καθαρές τοποθετήσεις από τις δύο πλευρές (και πάλι η Ευρώπη κατηγορούσε τη Βρετανία για ασάφεια, αλλά σε μικρότερο βαθμό). Το ζήτημα είναι πως ο δεύτερος γύρος διαπραγματεύσεων αποτελεί μια μακράν δυσκολότερη πρόκληση, καθώς το Ηνωμένο Βασίλειο αδυνατεί να καταλήξει σε μια ενωμένη θέση. Είναι λογικό πάντως πως σε ένα διαζύγιο είναι συνήθως πιο ξεκάθαρη υπόθεση το τι έχουν να χωρίσουν τα δύο μέρη από το να καθορίσουν τη μελλοντική τους σχέση.
Η συνθηκολόγηση της βρετανικής κυβέρνησης τον Δεκέμβριο, διά της υποχρέωσης καταβολής εξολοκλήρου του ποσού που τους αναλογεί από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, παρά τους πύρινους λόγους από τους υπέρμαχους της αποχώρησης από την Ένωση στην αρχή των διαπραγματεύσεων, είχε ως αποτέλεσμα μια απροσδόκητη σιωπή από την πλευρά της.
Προηγούμενο δεν υπάρχει, συνεπώς αμφότερες πλευρές προσπαθούν να βρουν την κατάλληλη φόρμουλα για τη μελλοντική τους σχέση ερευνώντας διαφορετικές εμπορικές σχέσεις της ΕΕ με τρίτες χώρες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα προτιμούσε ένα μοντέλο παρόμοιο με τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) όπου θα συμμετείχε στην Ευρωπαϊκή Κοινή Αγορά χωρίς να χρειάζεται να είναι μέλος, υπό το πρότυπο της Νορβηγίας. Αυτό βέβαια δεν είναι αποδεκτό από το Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς προϋποθέτει το σεβασμό των τεσσάρων ελευθεριών της Ένωσης, την ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων μεταξύ των χωρών του ΕΟΧ.
Συνεπώς το ερώτημα και στις δύο πλευρές είναι ποια φόρμουλα θα χρησιμοποιηθεί ως καλούπι για τη νέα σχέση των δύο. Θα μπορούσε να είναι κάτι όπως η συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με τον Καναδά, την CETA, ή η συμφωνία εμπορίου με την Ιαπωνία. Τίποτα δεν μπορεί να προχωρήσει όμως, όσο διαρκούν οι εσωτερικές αναταράξεις στη βρετανική κυβέρνηση, κάτι που δεν επιτρέπει την άμεση συσπείρωση πίσω από έναν κοινό στόχο, κάτι που θα έλυνε τα χέρια του βασικού διαπραγματευτή της, Ντέιβιντ Ντέιβις.
Παρά την ισχυρή διαπραγματευτική της θέση και η ΕΕ πάντως ανησυχεί για το μέλλον. Στο θέμα του διαζυγίου όλες οι πλευρές ήταν σύμφωνες πως το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να δεχθεί να πληρώσει ό,τι οφείλει στον προϋπολογισμό, να σεβαστεί τα δικαιώματα των πολιτών τους που μένουν στο Ηνωμένο Βασίλειο και να αποφευχθούν νέες αναταραχές στην Ιρλανδία.
Ένα σκληρό ή συναινετικό Brexit σημαίνει κάτι διαφορετικό σε κάθε κράτος-μέλος της ΕΕ. Άλλες σχέσεις έχει με το Ηνωμένο Βασίλειο η Ολλανδία και άλλες η Γαλλία. Συνεπώς υπάρχει μια νέα διάσταση στη νέα αυτή φάση, η οποία αλλάζει τα δεδομένα στην προσέγγιση της ΕΕ. Στην πρώτη φάση, μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, η Ευρώπη παρουσίασε μια ενωμένη θέση και έναν διαπραγματευτή έτοιμο για εξαντλητικές διαπραγματεύσεις, έχοντας και προηγούμενα με τους Βρετανούς. Τώρα τηρεί μια άτυπη στάση αναμονής, επιλέγοντας να αφήσει τη Βρετανία να κάνει το πρώτο βήμα, προτείνοντας τη νέα σχέση των δύο, έτσι ώστε να προσαρμόσει ανάλογα τη στρατηγική της.
Τα ερωτήματα της δύσκολης αυτής εξίσωσης δεν τελειώνουν με τη δεύτερη φάση των διαπραγματεύσεων. Προσπαθώντας να προλάβει όλες τις εξελίξεις, η Ευρωπαϊκή Ένωση ήδη υιοθέτησε τις κατευθυντήριες γραμμές της διαπραγμάτευσης για την περίοδο πριν την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά μετά τη λήξη της δεύτερης φάσης των διαπραγματεύσεων.
Τι θέλει η ΕΕ στη μεταβατική περίοδο;
Η μεταβατική περίοδος αναμένεται να ξεκινήσει από τις 31 Μαρτίου 2019, με την ολοκλήρωση δηλαδή της δεύτερης φάσης διαπραγματεύσεων και να διαρκέσει ως το τέλος του 2020 το αργότερο. Η θέση της ΕΕ είναι πως η μεταβατική περίοδος θα καλύπτει το σύνολο του κεκτημένου της και η Μεγάλη Βρετανία δεν θα συμμετέχει πλέον στα θεσμικά όργανα ούτε στη διαδικασία λήψης αποφάσεών της. Παράλληλα, το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει να την ενημερώνει για οποιεσδήποτε μεταβατικές ρυθμίσεις με συγκεκριμένες προθεσμίες όπως και αν εφαρμόζονται όλες οι ισχύουσες κανονιστικές, δημοσιονομικές, εποπτικές, δικαστικές και εκτελεστικές πράξεις της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το τελευταίο κομμάτι, αυτό του Δικαστηρίου, φαίνεται να προβληματίζει ιδιαίτερα το Λονδίνο, όμως ο διαπραγματευτής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Μισέλ Μπαρνιέ, ήταν ξεκάθαρος λέγοντας πως «κατά τη διάρκεια της μετάβασης, το Ηνωμένο Βασίλειο θα συνεχίσει να συμμετέχει στην ενιαία αγορά, προκειμένου να συμμετάσχει στην τελωνειακή ένωση. Θα συνεχίσει να έχει όλα τα οικονομικά οφέλη, συνεπώς πρέπει να εφαρμόζει όλους τους κανόνες της ΕΕ. Η ενιαία αγορά δεν μπορεί να είναι a la carte».
Ο Μισέλ Μπαρνιέ φάνηκε ξεκάθαρος, «οι αποφάσεις αυτές θα ισχύσουν και το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει να γνωρίζει τους κανόνες του παιχνιδιού και να τους αποδεχθεί», ανέφερε.
Για την ΕΕ, όσο και για το Ηνωμένο Βασίλειο, η μεταβατική περίοδος είναι ουσιώδης, καθώς θα συμβάλει σημαντικά στο να καθησυχάσει τις επιχειρήσεις και τους πολίτες και να αποφευχθούν πιθανές αναταραχές στις οικονομίες των εμπλεκόμενων σύμφωνα με Ευρωπαίους αξιωματούχους.
Οι ανακοινώσεις αυτές του Μισέλ Μπαρνιέ προκάλεσαν άμεσες αντιδράσεις από την πλευρά του Ηνωμένου Βασιλείου, κυρίως όμως επικοινωνιακού χαρακτήρα, καθώς οι υπάλληλοι της κυβέρνησης μετέφεραν το μήνυμα πως οι νέες οδηγίες της ΕΕ δίνουν στην Πρωθυπουργό Τερέζα Μέι ακριβώς ό,τι είχε ζήτησε όταν πρώτη έθεσε το θέμα μεταβατικής περιόδου σε μια ομιλία της στη Φλωρεντία τον Σεπτέμβριο του περασμένου έτους.
ΠΛΑΙΣΙΟ
Πολυπλοκότεροι οι παράγοντες της εξίσωσης
Πάντως η συνεχής κυβερνητική αδυναμία του Ηνωμένου Βασιλείου ανησυχεί τις Βρυξέλλες. Μια ενδεχόμενη αδυναμία εύρεσης κοινού εδάφους για την επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων θα καθυστερούσε σημαντικά τη διαδικασία, δεδομένου πως η ΕΕ θέλει να μην παραβιαστούν τα χρονικά πλαίσια που έχει ορίσει. Παράλληλα μια πτώση της κυβέρνησης και αντικατάστασής της από ένα νέο σχήμα ή τους Εργατικούς θα σήμαινε δομικές αλλαγές στα πρόσωπα κλειδιά της διαπραγμάτευσης και συνεπώς νέο γύρο καθυστερήσεων.
Κατά πόσον η αμφίσημη αυτή στάση της βρετανικής κυβέρνησης οφείλεται στις εσωτερικές της διασπάσεις ή αποτελεί μια τακτική πίεσης της ευρωπαϊκής πλευράς, εκτροχιάζοντας το υφιστάμενο χρονικό πλαίσιο, θα φανεί στο μέλλον. Το μόνο βέβαιο είναι πως απομένει πολύς δρόμος μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας και οι παράγοντες της εξίσωσης αυτής γίνονται μόνο πολυπλοκότεροι.
dialogos.com.cy
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου