Παρέμβαση του διπλωμάτη Τάσου Τζιωνή.
Με δύο παραμελημένες, στις παρελθούσες διαπραγματεύσεις, πτυχές του Κυπριακού ασχολείται σε άρθρο του ο πρέσβης Τάσος Τζιωνής. Το θέμα της θάλασσας, σε σχέση με τις τουρκικές αξιώσεις και αυτό των Βρετανικών Βάσεων.
Στο άρθρο που δημοσιεύεται στην τελευταία έκδοση του ελληνικού περιοδικού «Τετράδια», ο Κύπριος διπλωμάτης τονίζει πως τα δυο αυτά θέματα είναι, παράλληλα, θέματα της εξωτερικής πολιτικής της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σύμφωνα με τα όσα επισημαίνει, η εσωτερική πτυχή του Κυπριακού, υπό την έννοια του συνταγματικού μέλλοντος της Κύπρου, είναι, πράγματι, ζήτημα των δύο κοινοτήτων για να το διαπραγματευτούν και να το συμφωνήσουν. Σε μια νέα διαπραγματευτική διαδικασία, όλες οι πτυχές του Κυπριακού θα είναι ξανά το αντικείμενο διαπραγματεύσεως, είτε μεταξύ των δύο κοινοτήτων, είτε μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και των τριών Δυνάμεων που συνυπογράφουν τις Συνθήκες του 1960. (Απαραίτητη είναι και η εμπλοκή της Ε.Ε., αφού η Κυπριακή Δημοκρατία είναι και θα συνεχίσει να είναι μέλος της. Αναγκαία επίσης είναι και η εμπλοκή των Η.Ε., του Συμβουλίου Ασφαλείας, το οποίο ενδιαφέρεται θεσμικά για το Κυπριακό, καθώς και του Γενικού Γραμματέα, βάσει των εντολών του Συμβουλίου Ασφαλείας.)
Όμως, αναφέρει ο συγγραφέα του άρθρου, η Κύπρος, είτε διεξάγονται διαπραγματεύσεις για τη λύση του Κυπριακού, είτε όχι, έχει κράτος, και αυτό είναι η Κυπριακή Δημοκρατία﮲ οφείλει δε, ως κράτος, να έχει πολιτική για όλα τα θέματα των διαπραγματεύσεων η οποία να καθορίζεται και να εφαρμόζεται δια της συνήθους λειτουργίας της δημοκρατικής διαδικασίας και, συνεπώς, της εμπλοκής των αρμοδίων συνταγματικών θεσμών. (Σημειώνουμε, συναφώς, ότι ο ηγέτης της Ελληνοκυπριακής Κοινότητας και το Εθνικό Συμβούλιο είναι κοινοτικοί θεσμοί και μάλιστα εξω-συνταγματικοί, και ως τέτοιοι, δεν έχουν οποιαδήποτε κρατική εξουσία, ούτε υπόκεινται σε δημοκρατικό και κοινοβουλευτικό έλεγχο στο πλαίσιο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Υπάρχουν μόνο για τους σκοπούς των διακοινοτικών διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό.)
Και συνεχίζει: Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι ένα διεθνώς αναγνωρισμένο κράτος, με το Σύνταγμα και τους νόμους της και με τα συντεταγμένα όργανα της, τα οποία είναι οι φορείς της βουλήσεώς της. Η συμμετοχή της στην Ε.Ε. από το 2004 έχει αυξήσει την ισχύ της και έχει ενισχύσει το διεθνές κύρος της. Η Κυπριακή Δημοκρατία, ως μέλος της διεθνούς κοινότητας, έχει όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που παραχωρεί ή επιβάλλει το διεθνές δίκαιο σε κάθε κράτος, χωρίς αυτά να έχουν επηρεαστεί από την ξένη κατοχή του ενός και πλέον τρίτου του εδάφους της Κύπρου. Γι’ αυτό, ενόσω δεν υπάρχει συμφωνημένη λύση, είτε διεξάγονται διαπραγματεύσεις είτε όχι, η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να στηρίζεται και να ενισχύεται, να λαμβάνει αποφάσεις και να ασκεί πολιτική, για όλους τους πολίτες της και όλο το νησί και όλη τη θάλασσά της και, συνάμα, να αναπτύσσει σχέσεις και να συνάπτει συνεργασίες και συμμαχίες προς αύξηση της ισχύος της, με γνώμονα, πάντα και μόνο, το εθνικό συμφέρον, έχοντας ως πρώτιστο στόχο τον τερματισμό της κατοχής και την αποκατάσταση της ελευθερίας σε ολόκληρo το νησί μας.
Ακολουθούν τα κεφάλαια του άρθρου που αφορούν τις δυο πιο πάνω πτυχές του:
ΓΙΑ ΤΙΣ ΒΡΕΤΑΝΙΚΕΣ ΒΑΣΕΙΣ
Μια σύνθετη πτυχή του Κυπριακού που παραμένει στη σκιά των διαπραγματεύσεων του Κυπριακού είναι εκείνη που αφορά την παρουσία των, ούτω καλούμενων, κυριάρχων Βρετανικών Βάσεων στην Κύπρο και τα δικαιώματα του Ηνωμένου Βασιλείου στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η πτυχή αυτή σχετίζεται τόσο με την εξωτερική ή διεθνή πτυχή, όσο και την Ευρωπαϊκή πτυχή του Κυπριακού. Περισσότερο, σε ό,τι αφορά τις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό, αφορά το κεφάλαιο «ασφάλεια και εγγυήσεις» και, σ’ ένα βαθμό, το «εδαφικό».
Οι Βρετανικές Βάσεις και τα δικαιώματα των Βρετανών στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας αποτελούν πρωτίστως αποικιακά κατάλοιπα﮲ είναι κατά βάση οδυνηρή υπόμνηση μιας ανολοκλήρωτης απο-αποικιοποίησης, εκ μέρους των Βρετανών, και μιας ημιτελούς άσκησης του δικαιώματος αυτοδιάθεσης, εκ μέρους του Κυπριακού λαού. Η διατήρησή τους στην Κύπρο προβλέπεται και ρυθμίζεται από την Συνθήκη που αφορά την Εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, η δε Συνθήκη Εγγυήσεως, όπως θα δούμε πιο κάτω, εγγυάται την ακεραιότητα των Βάσεων και την απόλαυση των δικαιωμάτων της Βρετανίας στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Η Συνθήκη Εγκαθίδρυσης, παρά το παραπλανητικό όνομα με το οποίο έμεινε γνωστή, αφού δίνει την εντύπωση ότι το αντικείμενο της είναι η Εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, προβλέπει κατά κύριο λόγο ότι το Ηνωμένο Βασίλειο διατηρεί «κυριαρχία» σε δύο περιοχές βάσεων και, επιπλέον, προβλέπει τα δικαιώματα του Ηνωμένου Βασιλείου στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας (πχ. ελεύθερη υπέρπτηση εδάφους, ελεύθερη χρήση λιμένων, ελεύθερη χρήση δρόμων, υδραγωγεία, ραντάρ στο Τρόοδος, ραδιοσταθμός στο Ζύγι, ασυλίες και προνόμια στους μέλη των ενόπλων δυνάμεων στις Βάσεις, πεδία ασκήσεων των βρετανικών στρατευμάτων κοκ).
Επικράτησε διαχρονικά η άποψη στην κυβερνώσα ηγεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας ότι, ενόσω παραμένει άλυτο το Κυπριακό, δεν μπορούμε να ανοίξουμε «δεύτερο» μέτωπο με την Μεγάλη Βρετανία για το θέμα των βάσεων και άλλων δικαιωμάτων της στην Κύπρο. Είναι άποψή μου, ότι πρόκειται για επιβλαβή για τα εθνικά μας συμφέροντα εμμονή αφού υπηρετεί θαυμάσια τα συμφέροντα του Ηνωμένου Βασιλείου στην Κύπρο, χωρίς καν να επηρεάζει υπέρ της Κύπρου την Βρετανική πολιτική.
Η λειτουργία των συμφωνιών του 1960, στο βαθμό που αφορούν τις Βάσεις και τα βρετανικά δικαιώματα στο έδαφος της Δημοκρατίας, είναι, εκ των πραγμάτων, μέρος του ζητήματος ασφάλειας του Κυπριακού κράτους, ως πτυχή της καθημερινής διακυβέρνησης της λειτουργούσας Κυπριακής Δημοκρατίας. Είναι επίσης πτυχή του διαπραγματευτικού κεφαλαίου «ασφάλεια και εγγυήσεις» στο πλαίσιο του Κυπριακού, έστω και αν δεν αποτελεί, τουλάχιστον ακόμα, αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους Βρετανούς. Επί παραδείγματι, η χρήση των Βάσεων για πολεμικές επιχειρήσεις στη Μέση Ανατολή προκαλούν αναπόφευκτα πρόβλημα στην άμυνα και ασφάλεια του νησιού, με ή χωρίς λύση. Γιατί να κινδυνεύουν οι Κύπριοι και η Κύπρος, όταν το Ηνωμένο Βασίλειο κυνηγά την ικανοποίηση δικών της συμφερόντων στην περιοχή μας; Τι κερδίζει η Κύπρος, για να εκτίθεται σε αυτόν τον κίνδυνο; Προσφέρεται η Κύπρος και ο λαός της, αυτοβούλως, να αποτελούν ασπίδα προστασίας των Βάσεων και των βρετανικών συμφερόντων στην περιοχή, ιδιαίτερα τώρα που η Μ. Βρετανία παίρνει τον δικό της μοναχικό δρόμο εξερχόμενη της Ε.Ε.; Και αν ναι, έναντι ποιου σοβαρού και ανάλογου ανταλλάγματος;
Κάτι, για το οποίο δεν γίνεται λόγος σχεδόν ποτέ, είναι ότι η Συνθήκη Εγκαθίδρυσης συνδέεται με την Συνθήκη Εγγυήσεως. Το Ηνωμένο Βασίλειο (μαζί με την Τουρκία και την Ελλάδα) είχαν, με τη Συνθήκη Εγγυήσεως αναγνωρίσει και εγγυηθεί την ανεξαρτησία, εδαφική ακεραιότητα και την ασφάλεια της Κυπριακής Δημοκρατίας καθώς και την κατάσταση πραγμάτων που δημιουργείτο με τα βασικά άρθρα του Συντάγματος του 1960. Αυτό είναι τοις πάσι γνωστό. (Το πόσο διασφαλίστηκαν, η εδαφική ακεραιότητα και η ασφάλεια της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι επίσης τοις πάσι γνωστό.) Η Συνθήκη Εγγυήσεως προβλέπει (Άρθρο III) ότι «[η] Κυπριακή Δημοκρατία, η Ελλάδα και η Τουρκία αναλαμβάνουν να σέβονται την ακεραιότητα των περιοχών που κατακρατήθηκαν υπό την κυριαρχία του Ηνωμένου Βασιλείου κατά τη στιγμή της Εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, και εγγυώνται τη χρήση και απόλαυση από το Ηνωμένο Βασίλειο των δικαιωμάτων τα οποία εξασφαλίζονται σ’ αυτό από την Κυπριακή Δημοκρατία σύμφωνα με τη Συνθήκη…» στις περιοχές εκτός των Βρετανικών Βάσεων, δηλαδή στο έδαφος της Δημοκρατίας (υπογράμ. δική μου). Δεν γίνεται πολύ λόγος γι’ αυτό το θέμα και γι’ αυτό το Άρθρο της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης, επειδή η Κυπριακή Δημοκρατία ενεργεί καλόπιστα και σέβεται τις υποχρεώσεις που ανέλαβε με την Συνθήκη έναντι του Ηνωμένου Βασιλείου. Όταν όμως η Συνθήκη Εγγυήσεως, αλλά και Εγκαθίδρυσης, παραβιάζονταν το 1974, και όταν η Τουρκία εισέβαλλε στην Κύπρο, τίποτα άξιο αναφοράς δεν έπραξε το Ηνωμένο Βασίλειο για να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις του. Σαράντα-τρία χρόνια αργότερα, η διαίρεση συνεχίζεται, το ίδιο κι η κατοχή, κατά παράβαση των Συνθηκών που υποτίθεται ότι προστάτευαν όσα η Τουρκία παραβίασε και όσα το Ηνωμένο Βασίλειο είχε υποχρέωση να διασφαλίσει προς όφελος της Κυπριακής Δημοκρατίας﮲ όπως συνεχίζεται η ανενόχλητη απόλαυση εκ μέρους του Ηνωμένου Βασιλείου των όσων εξασφάλισε διά των Συνθηκών στην Κύπρο.
Αξίζει επίσης να αναφερθεί κάτι που και πάλι σπανιότατα αναφέρεται στις αναλύσεις για το σύστημα ασφάλειας του 1960: Η Συνθήκη Εγκαθίδρυσης, αφού πρώτα καθόριζε τα εδαφικά όρια των περιοχών των Βάσεων και της Κυπριακής Δημοκρατίας (Άρθρο 1), στη συνέχεια δημιουργούσε τις υποχρεώσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας έναντι του Ηνωμένου Βασιλείου προς το οποίο παραχωρούσε, δυνάμει της Συνθήκης, αναρίθμητα δικαιώματα και δουλείες στο έδαφός της, προκειμένου, το Ηνωμένο Βασίλειο, να συγκατανεύσει, απρόθυμα μάλιστα, στην απόδοση στην Κύπρο της κολοβής ανεξαρτησίας της. Στην προσπάθεια να δοθεί επίφαση ισορροπίας στο κείμενο, ενσωματώθηκε στη Συνθήκη πρόνοια, σύμφωνα με την οποία «[η] Κυπριακή Δημοκρατία, η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο αναλαμβάνουν να διαβουλεύονται και να συνεργάζονται για την κοινή Άμυνα της Κύπρου»[2] (υπογράμ. δική μου). Η «Κύπρος», για τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης, είναι το άθροισμα των εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας και των Βρετανικών Βάσεων∙ δηλαδή «η Νήσος Κύπρος, μαζί με τις νησίδες που βρίσκονται πλησίον της ακτής της»[3]
Δεν θα ισχυριστούμε ότι η πρόνοια αυτή δημιουργεί συμμαχική σχέση, όμως αποτελεί μια καλή βάση, μαζί με εκείνες τις διατάξεις της Συνθήκης Εγγυήσεως που αφορούσαν τις υποχρεώσεις του Ηνωμένου Βασιλείου έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας, για να υπομνησθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο ότι οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται με καλή πίστη (pacta sunt servanda) και ότι δεν μπορεί να υποστηριχθεί από τον παραβιάζοντα συμβαλλόμενο σε μια συνθήκη ότι διατηρείται ακέραια η υποχρέωση του αντισυμβαλλόμενου του να τηρεί τα συμφωνηθέντα. Ο αντισυμβαλλόμενος που υφίσταται τις συνέπειες της παραβίασης, μάλιστα διαρκούς και συστηματικής, δικαιούται κατ’ ελάχιστον, να σκεφθεί αν θα συνεχίσει να εφαρμόζει τα συμφωνηθέντα ή αν θα μιμηθεί εκείνον ο οποίος παραβίασε τα συμφωνηθέντα, και να ενεργήσει αναλόγως, με γνώμονα το δικό του συμφέρον. Το αυτό επιχείρημα, το οποίο υποστηρίζεται, εκτός από την κοινή λογική, και από το Διεθνές Δίκαιο των Συνθηκών[4], ισχύει κατά μείζονα λόγο για την Τουρκία τον μέγα, αδιαμφισβήτητο και κατά συρροή, παρα-βιαστή των Συνθηκών του 1960.
Ενώ συζητείται το μελλοντικό καθεστώς της Κύπρου και επιδιώκεται, σ’ ό,τι αφορά τη δική μας πλευρά, η ενιαία και η πλήρης κυριαρχία και η ανεξαρτησία της Κύπρου, καθώς και η αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητάς της, με την, μεταξύ άλλων, απόσυρση των τουρκικών στρατευμάτων και την κατάργηση των Συνθηκών Εγγυήσεως και Συμμαχίας, εντούτοις, στις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό, το ζήτημα των Βάσεων και των δικαιωμάτων της Μεγάλης Βρετανίας στην Κυπριακή Δημοκρατία, προσεγγίζεται, μόνο σε συνάρτηση με τη «γενναιόδωρη» Βρετανική προσφορά μέρους του εδάφους των Βάσεων ως «προίκα» στο κράτος το οποίο θα προέλθει από τη συμφωνία συνολικής διευθέτησης του Κυπριακού.[5]
Η Συνθήκη Εγκαθίδρυσης, ύστερα από πενηντα-επτά και πλέον χρόνια, κατά τα οποία βρίσκεται σε ισχύ, συνεχίζει να περιλαμβάνει αναρίθμητες διατάξεις οι οποίες είναι απηρχαιωμένες και στην πράξη δεν εφαρμόζονται, ενώ, πλείστες όσες διατάξεις της, συγκρούονται ευθέως με τις έννοιες της κυριαρχίας, της ασφάλειας και της ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ακόμη κι εκείνες οι διατάξεις της που δεν εφαρμόζονται, μπορεί να υποστηριχθεί βάσιμα, ότι βρίσκονται απλώς εν υπνώσει και ότι, ανά πάσα στιγμή, μπορούν οι Βρετανοί να τις ενεργοποιήσουν. Υπάρχουν, επίσης, πρόνοιες που αφορούσαν τα πρώτα στάδια της λειτουργίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι οποίες δεν έχουν κανένα λόγο να συνεχίσουν να υπάρχουν.
Γιατί, σε οποιαδήποτε συμφωνία συνολικής διευθέτησης του Κυπριακού, θα πρέπει να επαναβεβαιωθεί μια τέτοια συνθήκη και γιατί πρέπει να περιμένει η Κυπριακή πλευρά, για να δράσει, να λυθεί πρώτα το Κυπριακό; Στην καθυστέρηση, ελλοχεύει ο κίνδυνος απώλειας του δικαιώματος των Κυπρίων για ολοκλήρωση της απο-αποικιοποίησης.
Το πιο σοβαρό πρόβλημα με την Συνθήκη Εγκαθίδρυσης είναι ότι, ενώ είναι συμφωνία, της οποίας η καθημερινή εφαρμογή αποτελεί μια αμιγώς διμερή υπόθεση μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, εντούτοις, για την τροποποίηση ή κατάργησή της, απαιτείται να συμφωνήσουν, εκτός από την Κυπριακή Δημοκρατία, και το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ελλάδα και η Τουρκία! (Οι αποικιοκράτες ήξεραν καλά τι επέβαλλαν στους «θρασείς» υπηκόους τους που ήθελαν την ελευθερία τους!).
Άποψή μου είναι ότι, η Συνθήκη αυτή, δεν πρέπει να επαναβεβαιωθεί, και μάλιστα διά της μεθόδου των δημοψηφισμάτων[6]. Τέτοια επαναβεβαίωση θα συνιστούσε, κατά πάσα πιθανότητα, οριστικό νομικό ενταφιασμό του κυπριακού οράματος για πλήρη απο-αποικιοποίηση της Κύπρου που είναι η απομάκρυνση των Βρετανικών Βάσεων και για τερματισμό των δικαιωμάτων των Βρετανών στην Κύπρο. Κι’ αυτό, αφού, με την διά δημοψηφισμάτων επαναβεβαίωση της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης, θα θεωρείτο ότι ο Κυπριακός λαός, ενασκώντας το δικαίωμα αυτοδιάθεσής του προς επικύρωση της συνολικής διευθέτησης του Κυπριακού, θα παραχωρούσε οριστικά και αμετάκλητα το έδαφος των Βάσεων στους Βρετανούς.
Η Συνθήκη Εγκαθίδρυσης δεν εγκαθιδρύει, όπως δυστυχώς είναι η κρατούσα άποψη, την Κυπριακή Δημοκρατία και συνεπώς, ούτε η τροποποίηση της ούτε η κατάργησή της, μπορούν να επηρεάσουν την ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Είναι λανθασμένη η άποψη που διατυπώνεται ότι η συνέχεια της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως είναι αναγκαία, γιατί δήθεν διασφαλίζει τη συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως λανθασμένη είναι η θέση ότι η κατάργηση της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης σημαίνει περίπου κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας! Η Κυπριακή Δημοκρατία, ανεξαρτήτως του τρόπου που δημιουργήθηκε, υπάρχει και θα συνεχίσει να υπάρχει, εκτός και αν καταργηθεί με έναν από τους τρόπους με τους οποίους καταργούνται κράτη. Πάντως, ανάμεσα σ’ αυτούς τους τρόπους, δεν είναι η κατάργηση της Συνθήκης η οποία, σχετίζεται μεν με την εγκαθίδρυσή της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά, στην πραγματικότητα, δεν την εγκαθιδρύει. Όμως, ακόμη και να εγκαθίδρυε την Κυπριακή Δημοκρατία, τυχόν κατάργησή της δεν θα συνεπέφερε την κατάργηση του κράτους που θα είχε δημιουργήσει. Αυτά που είναι βέβαιο ότι θα καταργούνταν, με τυχόν κατάργηση της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης, θα ήταν τα δικαιώματα της Βρετανίας στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας. (Ο φόβος είναι ο χειρότερος σύμβουλος στη χάραξη και εφαρμογή της εξωτερικής πολιτικής ενός κράτους).
Το θέμα των Βάσεων σχετίζεται, επίσης, και με την Ευρωπαϊκή πτυχή του Κυπριακού αφού στο έδαφος τους ζουν μονίμως, κατά βάση, μόνο Κύπριοι πολίτες, η δε διακίνηση προσώπων, αγαθών και υπηρεσιών, από και προς το έδαφος των Βάσεων, είναι ελεύθερη, το νόμισμα που χρησιμοποιείται σ’ αυτές είναι το Ευρώ, και όχι η Στερλίνα, ενώ πλείστες όσες διοικητικές, μη στρατιωτικής φύσεως, λειτουργίες στις Βάσεις ασκούνται, βάσει ξεχωριστής διμερούς συμφωνίας που έγινε την ημέρα της ανεξαρτησίας, από Κύπριους δημοσίους λειτουργούς, εξ ονόματος της Διοίκησης των Βάσεων. Η νομοθεσία που εφαρμόζεται στις Βάσεις, με ελάχιστες εξαιρέσεις, είναι απλή μετάφραση της νομοθεσίας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Από τη στιγμή που η Κύπρος προσχώρησε στην Ε.Ε., της οποίας μέλος ήταν τότε και είναι ακόμα, αλλά όχι για πολύ, το Ηνωμένο Βασίλειο, έπρεπε να γίνουν οι αναγκαίες προσαρμογές στο καθεστώς των Βάσεων ώστε να μην επηρεαστεί δυσμενώς για τους Κυπρίους που διαβιούν ή διέρχονται ή εργάζονται στις Βάσεις, η καθημερινότητα τους, ούτε να υπάρξουν αρνητικές επιπτώσεις στις σχέσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας και των αρχών των Βρετανικών Βάσεων, ως αποτέλεσμα της ένταξης της Κύπρου σ’ αυτήν. Όλα αυτά, ήταν το αντικείμενο άλλου Πρωτόκολλου στη Συνθήκη Προσχώρησης που φέρει τον αριθμό 3. Με το Πρωτόκολλο εκείνο, το έδαφος των Βάσεων έμεινε εκτός του εδάφους της Ε.Ε., αλλά θα εφαρμόζονταν σ’ αυτό, εκείνα τα τμήματα του κεκτημένου της Ένωσης, που ήταν αναγκαία για να εξυπηρετηθεί ο σκοπός που αναφέρθηκε πιο πάνω.
Η Μεγάλη Βρετανία αποφάσισε, το 2016, να εξέλθει της Ε.Ε. (το γνωστό Brexit). Έτσι το Πρωτόκολλο αρ. 3, δεν μπορεί να συνεχίσει να εφαρμόζεται μετά την έξοδό της από την Ε.Ε., ούτε οι σχέσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας με τις Βάσεις μπορούν να επανέλθουν στο προϊσχύσαν του Πρωτοκόλλου καθεστώς. Ενώ έχουν αρχίσει οι διαπραγματεύσεις γι’ αυτό το θέμα, οι οποίες διεξάγονται τώρα σε διμερές επίπεδο (Κύπρος – Ηνωμένο Βασίλειο) κατ’ εξουσιοδότηση της Ε.Ε., το θέμα των Βάσεων παραμένει ένα σοβαρό ανοικτό θέμα–πτυχή του ευρύτερου Κυπριακού προβλήματος που πρέπει να αντιμετωπιστεί είτε διεξάγονται διαπραγματεύσεις για λύση του Κυπριακού είτε όχι﮲ αυτό προϋποθέτει την εγκατάλειψη ή, τουλάχιστον, την επανεξέταση της δογματικής θέσης για αποφυγή ανοίγματος «δευτέρου μετώπου».
Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
H ανακάλυψη υδρογονανθράκων στο υπέδαφος του βυθού της θάλασσας της Ανατολικής Μεσογείου, ιδίως των δύο τεραστίων κοιτασμάτων του Zohr, στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) Αιγύπτου (2015) και του Leviathan στο Ισραήλ (2010), αλλά και των κοιτασμάτων Tamar στην ΑΟΖ Ισραήλ (2009), και Αφροδίτη στην ΑΟΖ της Κύπρου (ανακάλυψη, 2011, επιβεβαίωση 2013), έδωσαν μια άλλη διάσταση στη γεω-στρατηγική και γεωοικονομική σημασία της Ανατολικής Μεσογείου, όχι μόνο για τα κράτη της περιοχής που βρέχονται από την ίδια θάλασσα, αλλά και την Ευρώπη και πέραν αυτής. Η στρατηγική και γεωπολιτική σημασία της Κύπρου έχει αναβαθμιστεί σε πολύ μεγάλο βαθμό και αυτό, δεν μπορεί παρά να έχει σοβαρή επίδραση στην εν γένει διαπραγμάτευση του Κυπριακού προβλήματος, είτε προς όφελος της Κύπρου, είτε προς ζημία της.
Τα δικαιώματα επί των υποθαλασσίων υδρογονανθράκων νοούνται μόνο ως δικαιώματα επί της θάλασσας. Δηλαδή, ο υδρογονανθρακικός πλούτος ανήκει στο κράτος που έχει, είτε την κυριαρχία (χωρικά ύδατα), είτε τα κυριαρχικά δικαιώματα (υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ) στην θαλάσσια περιοχή όπου ανακαλύπτεται αυτός ο πλούτος. Πόσο συζητήθηκε στις διαπραγματεύσεις το θέμα της θάλασσας και τι συμφωνήθηκε; Σ’ αυτό το ερώτημα δεν μπορεί η ανάλυση αυτή να δώσει απάντηση. Έτσι κι’ αλλιώς, οι διαπραγματεύσεις για τη πολιτική διευθέτηση του Κυπριακού κατέρρευσαν στο Crans Montana και, σε οποιαδήποτε νέα διαπραγμάτευση, τα Μέρη δεν δεσμεύονται από προηγούμενες συμφωνίες και συγκλίσεις που είχαν επιτευχθεί στο πλαίσιο της προηγούμενης διαπραγμάτευσης, εκτός κι αν συμφωνήσουν να τις επαναβεβαιώσουν εν όψει νέας διαπραγμάτευσης ή κατά τη διάρκεια αυτής.
Η θάλασσα αποτελεί μια πάρα πολύ σοβαρή υπόθεση για το παρόν και το μέλλον της Κύπρου, με ή χωρίς λύση του Κυπριακού. Η θάλασσα θα καθορίσει την έκβαση του Κυπριακού και το μέλλον της Κύπρου. Συνεπώς σε οποιαδήποτε μελλοντική διαπραγμάτευση, το ζήτημα των θαλασσών της Κύπρου πρέπει να τύχει ξεχωριστής προσοχής και ιδιαίτερης, πιστεύω, διαπραγμάτευσης.[7]
Στην μακραίωνη ιστορία της Κύπρου, η γεωγραφική θέσης της προσδιοριζόταν πάντοτε σε συνάρτηση με τη θάλασσα που την περιβάλλει και από τη γεωγραφική θέση της έναντι των χωρών με αντικείμενες προς αυτήν ακτές, αλλά και πέραν αυτών. Για παράδειγμα, η θέση της Κύπρου απέναντι από τη διώρυγα του Σουέζ, η οποία άνοιξε για τη διεθνή ναυσιπλοΐα το 1869, υπήρξε βασικός λόγος για την βρετανική κατοχή της Κύπρου, που ήταν το αντικείμενο συμφωνίας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, από το 1878.[8] Η Οθωμανική Κυβέρνηση παρέδωσε την Κύπρο στην Βρετανική Αυτοκρατορία, με αντάλλαγμα εγγυήσεις από την τελευταία ότι θα χρησιμοποιούσε την Κύπρο ως βάση για προστασία της πρώτης από πιθανή ρωσική επίθεση. Με την κατοχή της Κύπρου, της Μάλτας και του Γιβραλτάρ, αλλά και της Αιγύπτου από τη Μεγάλη Βρετανία[9], η τελευταία μπορούσε να ελέγξει την θαλάσσια διαδρομή από την βόρεια Ευρώπη μέχρι την Ινδία. (Με τη διώρυγα του Σουέζ μειωνόταν η απόσταση που θα έπρεπε να καλύψουν τα πλοία από τη Βρετανία προς την Ινδία κατά περίπου 7.000 χιλιόμετρα.) Το 1906, η ολοκλήρωση του λιμανιού της Αμμοχώστου, αναβάθμισε τη σπουδαιότητα της Κύπρου ως ακραίου φυλακίου της Μ. Βρετανίας για προστασία της Διώρυγας του Σουέζ. Ήταν, κατά κύριο λόγο, η ανάγκη ελέγχου της θάλασσας που οδήγησε στην κατοχή της Κύπρου από τη Μεγάλη Βρετανία, καθορίζοντας έτσι το πεπρωμένο του νησιού μας.
Ήταν, επίσης, η ανάγκη στρατηγικού ελέγχου των πηγών πετρελαίου στη Μέση Ανατολή και των θαλασσίων δρόμων μεταφοράς του προς τη Δύση που συντήρησε την κατοχή της Κύπρου από τη Μεγάλη Βρετανία. Ας θυμηθούμε λίγο την αγγλο-γαλλική επιχείρηση του Σουέζ το 1956. Διαρκούντος του αγώνα της ΕΟΚΑ, η Μεγάλη Βρετανία χρησιμοποιούσε την Κύπρο ως βάση για ανακατάληψη της Διώρυγας. Η πολύ σημαντική στρατηγική της θέση, η οφειλόμενη κυρίως στη θάλασσα που την περιβάλλει, και η θέση της στη συμβολή τριών ηπείρων, ευθύνεται για τη βρετανική εμμονική πολιτική να μην ασκηθεί από τους Κυπρίους το δικαίωμα αυτοδιάθεσης που είχε ασκηθεί ήδη από τόσες άλλες ασιατικές και αφρικανικές χώρες που τελούσαν υπό ξένη κυριαρχία. (Ας θυμηθούμε το «ποτέ» του Hopkinson[10]). Σ΄ αυτήν τη στρατηγική θέση, οφείλεται το κολοβό της κυπριακής ανεξαρτησίας, με τη διατήρηση από τη Μεγάλη Βρετανία των Βάσεων στην Κύπρο και των πολλών διευκολύνσεων στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας καθώς και για τις άνισες Συνθήκες, που κληροδότησε στην Κύπρο, η συμπαιγνία Μεγάλης Βρετανίας και Τουρκίας. Σ’ αυτήν την στρατηγική της θέση οφείλεται η εγκληματική εμπλοκή της Τουρκίας στο νησί μας και δεν χρειάζεται να ενδιατρίψει κανείς στην ιστορία της Κύπρου του 19ου και 20ου αιώνα για να αντιληφθεί τους πραγματικούς λόγους των τουρκικής προελεύσεως δεινών της Κύπρου. Είναι αρκετό να διαβάσει ένα βιβλίο του 21ου αιώνα﮲ το βιβλίο, συγκεκριμένα, του Τούρκου καθηγητή, Αχμέτ Νταβούτογλου[11] “Το Στρατηγικό Βάθος”[12], για να αντιληφθεί ότι το ενδιαφέρον της Τουρκίας είναι, κατ’ εξοχήν, αν όχι αποκλειστικά, στρατηγικό και πηγάζει από τις δικές της στρατηγικές ανασφάλειες και προπαντός τις στρατηγικές φιλοδοξίες της στην ευρύτερη περιοχή, που εσχάτως έχουν αποκτήσει νέο-οθωμανική χροιά. Ο έλεγχος της Κύπρου και της Ανατολικής Μεσογείου θεωρείται διαχρονικά, από την Τουρκία, όρος εκ των ων ουκ άνευ για μια επιτυχή εξωτερική, αμυντική πολιτική, πολιτική ασφαλείας καθώς και ενεργειακή πολιτική της Τουρκίας. Η τουρκική συμπεριφορά στη διεθνή σκηνή, αλλά κυρίως έναντι των γειτόνων της, εμφορείται την εποχή του Ερντογάν και του κυβερνώντος κόμματος του ΑΚΡ, από το «πνεύμα της κατάκτησης»[13]. Το ότι η νέο-οθωμανική πολιτική του τουρκικού καθεστώς εμφορείται από το «πνεύμα της κατάκτησης» είμαστε οι πρώτοι που μπορούμε, δυστυχώς, να πιστοποιήσουμε και μάλιστα εμπειρικά.
Επειδή είναι δυστυχώς πολλοί ακόμη που ενστερνίζονται το τουρκικό αφήγημα ότι εισέβαλε στην Κύπρο και κατέχει πέραν του ενός τρίτου του εδάφους της για να προστατεύσει τους Τουρκοκύπριους, ο Αχμέτ Νταβούτογλου δίνει την απάντηση. Γράφοντας για «την σημασία της γεωγραφικής θέσης του νησιού από γεω-στρατηγική άποψη, ως «σημαντικό άξονα του Κυπριακού ζητήματος» αναφέρει: «O άξονας αυτός καθ’ εαυτόν είναι ζωτικής σημασίας ανεξάρτητα από το ανθρώπινο στοιχείο που βρίσκεται εκεί. Ακόμη κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα κυπριακό ζήτημα. Καμία χώρα δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη σε ένα τέτοιο νησί που βρίσκεται στην καρδιά του ζωτικού της χώρου.» (Το Στρατηγικό Βάθος, σελ. 279).
Και για να μην μας αφήσει οποιαδήποτε απορία για το τι ακριβώς εννοεί, γράφει πιο κάτω (σελ. 280): «Καμία παγκόσμια και περιφερειακή δύναμη που κάνει στρατηγικούς υπολογισμούς στη Μέση Ανατολή, στην Ανατολική Μεσόγειο, στο Αιγαίο, στη διώρυγα του Σουέζ, στην Ερυθρά θάλασσα και στον Περσικό κόλπο δεν μπορεί να παραμελήσει την Κύπρο. Η Κύπρος βρίσκεται σε μια τόσο εγγύς απόσταση σε όλες αυτές στις περιοχές, ώστε να έχει την ιδιότητα μιας παραμέτρου η οποία είναι σε θέση να επηρεάζει άμεσα όλες μαζί. Η Τουρκία πρέπει να βλέπει το στρατηγικό πλεονέκτημα που απέκτησε στο θέμα αυτής της παραμέτρου τη δεκαετία του 1970 όχι ως στοιχείο μιας αμυντικής κυπριακής πολιτικής που προσανατολίζεται στη φύλαξη του ισχύοντος καθεστώτος αλλά ως ένα από τα διπλωματικού χαρακτήρα βασικά στηρίγματα μιας επιθετικής στρατηγικής θάλασσας. Στο πλαίσιο αυτό η Κύπρος έχει μια ιδιαίτερης σημασία ως στοιχείο-κλειδί μιας γενικής στρατηγικής θάλασσας, που σχετίζεται με τη θαλάσσια περιοχή που περικλείεται από τον άξονα Κασπία –Εύξεινος Πόντος-Στενά-Αιγαίο πέλαγος-ανατολική Μεσόγειο-Σουέζ-Περσικός Κόλπος.»
Σε ό,τι αφορά τους Τουρκοκύπριους[14], η ψυχρή αλήθεια είναι ότι δεν ήταν ποτέ και δεν είναι τώρα (σελ. 279), τίποτα άλλο για την Τουρκία, παρά ένας τουρκικός πληθυσμός εκτός τουρκικών συνόρων που έχει ως κύριο λόγο ύπαρξης του την εξυπηρέτηση των στρατηγικών στόχων του τουρκικού (τώρα νέο-οθωμανικού) κράτους στην Ανατολική Μεσόγειο και την ευρύτερη περιοχή. Τελευταίως δε, εκόντες-άκοντες οι Τουρκοκύπριοι, διά της ηγεσίας τους, μπήκαν δυναμικά στην υπηρεσία του νέο-σουλτάνου της Άγκυρας στην επίτευξη των νέο-οθωμανικών στόχων του, που περιλαμβάνουν και την εδαφική επέκταση της Τουρκίας, και τον αποτελεσματικό στρατηγικό έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου και των γειτονικών στην Τουρκία περιοχών/χωρών καθώς και της Μέσης Ανατολής και του Καυκάσου.
Η Κυπριακή Δημοκρατία, από την άλλη, υπήρξε, κατά το πλείστο χρόνο της κρατικής ύπαρξής της, θεατής του στρατηγικού παιγνίου του οποίου η ίδια είναι μέρος, είτε αφορούσε τις σχέσεις Δύσης-Ανατολής (την εποχή του ψυχρού πολέμου), είτε τις σχέσεις ΗΠΑ/Δυτικής Ευρώπης- Ρωσίας (στην συνέχεια), είτε αφορούσε την Αραβο-ισραηλινή διένεξη κοκ. Στο στρατηγικό παίγνιο, του οποίου ήταν η ίδια το επίκεντρο, αλλά και το μεγάλο θύμα, ήταν σε μεγάλο βαθμό παίκτης μικρός και διστακτικός.
Η θάλασσα της Κύπρου άρχισε να αποκτά ιδιαίτερη σημασία για την Κυπριακή Δημοκρατία, όταν υπήρχαν πλέον ενδείξεις για την ύπαρξη υδρογονανθράκων στην ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα της.[15] Σ’ αυτές τις ενδείξεις οφείλεται η συνομολόγηση, το 2003, της Συμφωνίας Οριοθέτησης ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας[16] με την Αίγυπτο και στη θέσπιση του περί ΑΟΖ Νόμου το 2004, λίγο πριν από το Δημοψήφισμα για το Σχέδιο Αννάν, με τον οποίο ανακηρυσσόταν η ΑΟΖ της Κύπρου με όριο της τη μέση γραμμή με τα γειτονικά μας παράκτια κράτη[17].
Η Κυπριακή Δημοκρατία έχει καθορίσει με συμφωνίες τα όρια της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της, και συνάμα της υφαλοκρηπίδας της, με τρεις γειτονικές της χώρες, στα νότια και τα ανατολικά της, που καλύπτουν επαρκώς τις περιοχές, στις οποίες, είτε έχουν ανακαλυφθεί υδρογονάνθρακες, είτε υπάρχουν επιστημονικές ενδείξεις ότι το υπέδαφος του βυθού φιλοξενεί υδρογονάνθρακες. Συγκεκριμένα υπέγραψε συμφωνίες με την Αίγυπτο (2003), τον Λίβανο (2007) και το Ισραήλ (2010). Η οριοθέτηση, και στις τρεις αυτές περιπτώσεις, έγινε με τη μέθοδο της μέσης γραμμής. Δεν έχουν συνομολογηθεί ακόμα συμφωνίες οριοθέτησης ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας με τα άλλα γειτονικά κράτη που έχουν αντικείμενες προς εκείνες της Κύπρου ακτές, δηλαδή με την Ελλάδα, την Τουρκία και τη Συρία. Η Ελλάδα υποστηρίζει τη μέθοδο της μέσης γραμμής και ότι, βεβαίως, τα νησιά της έχουν υφαλοκρηπίδα και δικαίωμα σε ΑΟΖ, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο της θάλασσας. Επίσης, όπως συνάγεται από τον διαχωρισμό ερευνητικών τεμαχίων για σκοπούς έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στην υφαλοκρηπίδα της Συρίας, η γειτονική αυτή χώρα δέχεται τη μέθοδο της Μέσης Γραμμής.
Το ίδιο δεν συμβαίνει όμως με την Τουρκία σε ό,τι αφορά ειδικά την Κύπρο και την Ελλάδα. Η Τουρκία, σε αντίθεση με την Κύπρο και την Ελλάδα, δεν είναι συμβαλλόμενο κράτος στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, του 1982. Ανεξαρτήτως, όμως, του τι υποστηρίζει, οι κανόνες του σχετικού με τη θάλασσα εθιμικού δικαίου την δεσμεύουν. Η Τουρκία έχει πολύ ιδιαίτερες εθνικές θέσεις σε ό,τι αφορά τα δικαιώματά της στη θάλασσα. Έτσι, έχει συμφωνίες οριοθέτησης ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας με τις γειτονικές παράκτιες χώρες της Μαύρης Θάλασσας, βασισμένες στη μέθοδο της μέσης γραμμής. Διεκδικεί υφαλοκρηπίδα στη βάση της μέση γραμμής και με την Ελλάδα, αλλά… με την ηπειρωτική Ελλάδα, υποστηρίζοντας ότι τα νησιά του Αιγαίου δεν έχουν υφαλοκρηπίδα, σε αντίθεση με το Δίκαιο της Θάλασσας, συμβατικό και εθιμικό[18], που δέχεται ότι τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ ακριβώς όπως και το ηπειρωτικό έδαφος[19]. Υποστηρίζει, επίσης, ότι έχει θαλάσσια σύνορα με την Αίγυπτο, στη θάλασσα ανάμεσα στην Κύπρο και στα πλησιέστερα ελληνικά νησιά, στη βάση της μέσης γραμμής. Με βάση αυτήν την θέση, η Τουρκία, «αφήνει» για την Κύπρο μόνο μια θαλάσσια ζώνη 12 ν.μ. και στα ελληνικά νησιά μόνο μια ζώνη 6 ν.μ., δηλαδή μόνο χωρικά ύδατα. Θεωρεί προφανώς, ότι η Κύπρος και η Ελλάδα δεν δικαιούται να έχουν καθόλου ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα στην εν λόγω θαλάσσια περιοχή![20]
Από διάφορους χάρτες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, φαίνεται πως η Τουρκία αναγνωρίζει στην Κύπρο, ύστερα όμως από τη πολιτική διευθέτηση του Κυπριακού, να έχει ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα (εκτός από τα δυτικά), αλλά πολύ μικρότερη από αυτήν η οποία της αναγνωρίζεται από τις συμφωνίες οριοθέτησης που συνομολόγησε η Κυπριακή Δημοκρατία. (Η Τουρκία στην πραγματικότητα δεν αναγνωρίζει καμία συμφωνία της Κυπριακής Δημοκρατίας για οριοθέτηση ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας, και φροντίζει να καταχωρεί επισήμως τη θέση της στην Γραμματεία των ΗΕ, στο Τμήμα Ωκεανών και Δικαίου της Θάλασσας.) Η Τουρκία θεωρεί ότι η Μεσόγειος είναι κλειστή ή ημίκλειστη θάλασσα και υποστηρίζει ότι το διεθνές δίκαιο, σε τέτοιες θάλασσες, δεν επιτρέπει οριοθετήσεις παρά μόνο ύστερα από συμφωνία μεταξύ όλων των εμπλεκομένων παρακτίων κρατών. Η θέση της αυτή ουδόλως θεμελιώνεται στο διεθνές δίκαιο. Επιπλέον, υποστηρίζει θεωρητικά, διπλωματικά, αλλά και πρακτικά επί της θαλάσσης, με το πολεμικό ναυτικό και την αεροπορία της, ότι οι οριοθετήσεις στη θάλασσα πρέπει να γίνονται στη βάση των αρχών της ευθυδικίας. Αυτές τις αρχές ερμηνεύει και πάλιν, κατά το δοκούν, αποφεύγοντας όπως ο διάβολος το λιβάνι την αναγνώριση της δικαιοδοσίας οποιουδήποτε διεθνούς δικαιοδοτικού μηχανισμού όπου θα μπορούσε να κριθεί και ελεγχθεί η συμβατότητα των θέσεων και απαιτήσεών της με το διεθνές δίκαιο. Γνωρίζουμε, μέσω δηλώσεων, αλλά και πράξεων της, τι ακριβώς εννοεί η Τουρκία, όταν προβάλλει τις αυθαίρετες νομικές θέσεις της.
Είναι, επίσης, γνωστό πως η Τουρκία θεωρεί ότι η Κυπριακή Δημοκρατία, με τις συμφωνίες οριοθέτησης που συνομολόγησε, κατάφερε να της αναγνωριστεί ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα πολύ μεγαλύτερη σε έκταση από εκείνην που δικαιούται με βάση την ιδιαίτερη και ανεδαφική τουρκική αντίληψη για το θέμα των οριοθετήσεων στην Μεσόγειο. Γι’ αυτό, η Τουρκία προέβαινε σε διαβήματα προς την κυβέρνηση του Λιβάνου, όπως και στην κυβέρνηση του Ισραήλ, για να μη συνομολογήσουν τέτοια συμφωνία με την Κύπρο. Σε ό,τι δε αφορά τον Λίβανο, είναι γνωστό ότι, η Συμφωνία Οριοθέτησής του με την Κύπρο (2007), αναμένει ακόμα την επικύρωσή της. Αυτό όμως δεν επηρεάζει κατ’ ουσίαν τη μέση γραμμή που υπάρχει μεταξύ Λιβάνου και Κύπρου, αφού η Κυβέρνηση της γείτονος χώρας υπέβαλε στο Τμήμα Ωκεανών και Δικαίου της Θάλασσας της Γραμματείας των Ηνωμένων Εθνών, το 2011, τις συντεταγμένες της για τα δυτικά όρια της ΑΟΖ της με την Κύπρο, υιοθετώντας, έτσι, μονομερώς αλλά και επισήμως την γραμμή που συμφωνήθηκε μεταξύ των δυο χωρών μας. Ο Λίβανος, όμως, θεωρεί ότι ένα τμήμα της οροθετικής γραμμής ΑΟΖ που συμφωνήθηκε μεταξύ Κύπρου και Ισραήλ (μήκους 9 ν.μ.) είναι ισομήκης προέκταση της οροθετικής γραμμής ΑΟΖ Κύπρου-Λιβάνου προς τα νότια. Γνωρίζουμε επίσης ότι, μετά την υπογραφή της Συμφωνίας Οριοθέτησης Κύπρου-Αιγύπτου (2003), η Κυβέρνηση της Τουρκίας κατέβαλε πολύ μεγάλες προσπάθειες για να ακυρωθεί η Συμφωνία, οι οποίες συνεχίστηκαν και επί διακυβερνήσεως Μόρσι, πλην όμως ανεπιτυχώς.
Μερικοί αριθμοί θα ήταν ίσως χρήσιμοι για τη κατανόηση του ζητήματος της θάλασσας ως πτυχής του Κυπριακού: Η Κύπρος διαθέτει ζώνη χωρικών υδάτων πλάτους 12 ν.μ. από τις γραμμές βάσεως της. Η ζώνη αυτή έχει έκταση περίπου 14.800 τετρ.χλμ. (Για σκοπούς σύγκρισης, υπενθυμίζουμε ότι το χερσαίο έδαφος της Κύπρου καλύπτει έκταση 9.251 τετρ.χλμ.). Λαμβάνοντας υπόψη τα ήδη συμφωνηθέντα θαλάσσια σύνορα με τρεις γειτονικές της χώρες και θεωρώντας ότι τα θαλάσσια σύνορα της Κύπρου με τους υπόλοιπους γείτονες της είναι η μεταξύ τους μέση γραμμή, υπολογίζεται ότι η Κύπρος έχει δικαίωμα σε ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα έκτασης 82.700 τετρ.χλμ. Αυτό σημαίνει ότι η Κυπριακή Δημοκρατία έχει κυριαρχία ή κυριαρχικά δικαιώματα και δικαιοδοσίες, σύμφωνα με το ισχύον διεθνές δίκαιο, σε μια θαλάσσια έκταση περίπου 97.500 τετρ.χλμ δηλαδή περίπου 10.5 φορές το χερσαίο έδαφος της Κύπρου.
Αξίζει να αναφερθεί ότι, αν υιοθετείτο η τουρκική θέση ότι η Κύπρος δεν διαθέτει ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα στα δυτικά της και ότι η Τουρκία έχει θαλάσσια σύνορα με την Αίγυπτο στη βάση της μέσης γραμμής, η Κύπρος θα έχανε προς όφελος της Τουρκίας, μια θαλάσσια έκταση ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα πάνω από περίπου 33.700 τετρ.χλμ. δηλαδή περίπου το 41% της ΑΟΖ της, ή 3.6 φορές το χερσαίο έδαφος της Κύπρου. Αν επιπλέον, νομιμοποιείτο (πχ. μέσω του καταλόγου διεθνών συμφωνιών που θα δέσμευαν την Κύπρο μετά τη συνολική διευθέτηση του Κυπριακού) η «συμφωνία» Τουρκίας ψευδοκράτους του Σεπτεμβρίου 2011, για μεταξύ τους «οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας», η Κύπρος θα έχανε μια πρόσθετη έκταση πάνω από 2.100 τετρ. χλμ (περίπου 3% της Κυπριακής ΑΟΖ). Εάν υιοθετείτο δε η τουρκική αντίληψη ως προς την ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα την οποία θα δικαιούτο η Κύπρος, με βάση τουρκικό χάρτη ο οποίος, κατ’ επανάληψη, έχει δημοσιευθεί, η Κύπρος θα παρέμενε με μια ΑΟΖ περίπου 25.500 τετρ. χλμ., δηλαδή θα διατηρούσε περίπου μόνο το 31% της ΑΟΖ που δικαιούται και που έχει κερδίσει μέσω συμφωνιών με τους γείτονές της.
Οι αριθμοί, από μόνοι τους, δείχνουν τη σημασία της ρύθμισης αυτού του θέματος πριν από τη συνολική πολιτική διευθέτηση του Κυπριακού, στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης ή εκτός αυτής. Είναι όμως εξαιρετικά μεγάλης σημασίας να αντιληφθούν οι Τουρκοκύπριοι ότι υποστηρίζοντας, όπως κάνουν μέχρι τώρα, τις τουρκικές θέσεις, η Τουρκία , ως αποτέλεσμα αυτής της υποστήριξης, θα μπορούσε να έπαιρνε στην πράξη αυτά που δεν δικαιούται, αλλά διεκδικεί για τον εαυτό της, προκαλώντας την απώλεια στην Κύπρο, που είναι και δική τους πατρίδα, του περίπου 44% της ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας της. Συνεπεία δε τούτου, θα ετίθετο σε κίνδυνο απώλειας, ακόμη μια περιοχή στα νοτιοδυτικά της Κύπρου, η οποία κείται νοτίως της νοητής μέσης γραμμής ανάμεσα στις ακτές της Τουρκίας και τις ακτές της Αιγύπτου και που συνιστά περίπου το 17% της Κυπριακής ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας.
Μπορεί ο καθένας να αντιληφθεί τη σημασία του θέματος για τη λύση του Κυπριακού, αν λάβει υπόψη, έστω μόνο την ενεργειακή διάστασή του. Η ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα της Κύπρου, με βάση επιστημονικές μελέτες, ιδιαίτερα εκείνη της Αμερικανικής Υπηρεσίας Γεωλογικών Επισκοπήσεων του 2010[21], κρύβει ασύλληπτες ποσότητες υδρογονανθράκων (πετρέλαιο και κυρίως φυσικό αέριο). Συνεπώς, οι διεκδικήσεις της Τουρκίας σε βάρος της Κύπρου, ικανοποιούμενες, θα οδηγούσαν στην οριστική απώλεια εκ μέρους της Κύπρου του μεγίστου μέρους του εθνικού της πλούτου των υδρογονανθράκων. Γι’ αυτό το λόγο, και μάλιστα λόγω της υποστηρικτικής προς τα τουρκικά εθνικά συμφέροντα τουρκοκυπριακής στάσης, όπως αυτή εκδηλώνεται, κυρίως με δημόσιες δηλώσεις αλλά και με πράξεις (όπως, η υπογραφή της «συμφωνίας οριοθέτησης» Τουρκίας – ψευδοκράτους, το 2011﮲ ο επιχειρηθείς διαμοιρασμός ερευνητικών τεμαχίων από την Τουρκική Κρατική Εταιρία Πετρελαίων [ΤΡΑΟ], στη δυτική και βόρεια θάλασσα της Κύπρου, για λογαριασμό της Τουρκίας, καθώς και στα νότια και νοτιο-ανατολικά, για λογαριασμό, δήθεν, της αποσχιστικής οντότητας των κατεχομένων﮲ η τουρκοκυπριακή πολιτική υποστήριξη στη χρήση της πολεμικής μηχανής της Τουρκίας για παρενόχληση κι εκφοβισμό πετρελαϊκών εταιρειών που επιχειρούν στην Κυπριακή ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα﮲ η διεξαγωγή σεισμογραφικών ερευνών στην Κυπριακή ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα από το Barbaros και άλλα που προηγήθηκαν﮲ η απειλή πραγματοποίησης γεωτρήσεων στην Κυπριακή ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα με γεωτρύπανο που θα αγοράσει ή αγόρασε ήδη η Τουρκία κλπ), δείχνουν, όχι απλώς ότι οι Τουρκοκύπριοι δεν θέλουν ή δεν μπορούν να ενεργήσουν υπέρ των συμφερόντων της Κύπρου, αλλά και ότι ταυτίζονται προθύμως και ασυστόλως, με την Τουρκία στην υποστήριξη των εθνικών της συμφερόντων, σε βάρος της κυπριακής τους πατρίδας και των δικών τους συμφερόντων, ως τμήμα του κυπριακού λαού.
Γι’ αυτό, σε μια μελλοντική διαπραγμάτευση του Κυπριακού, τα ζητήματα της ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας και γενικά των θαλασσίων ζωνών της Κύπρου, δεν πρέπει να αφεθούν για να συζητηθούν μετά τη συνολική διευθέτηση του Κυπριακού όπως συνέβηκε στο Σχέδιο Αννάν (που ήταν το προϊόν συγγραφής και επιδιαιτησίας του Γενικού Γραμματέα των Η.Ε.), αλλά και (όπως προκύπτει από τη δημόσια κατά καιρούς ενημέρωση) στην τελευταία «κυπριακής ιδιοκτησίας» διαδικασία, η οποία τελεύτησε την 7ης παρελθόντος Ιουλίου στον Crans Montana της Ελβετίας. Επιπλέον θα πρέπει να διασφαλισθεί η συμπερίληψη, στον κατάλογο των συνθηκών που θα δεσμεύουν την Κύπρο μετά τη συνολική διευθέτηση, των συμφωνιών οριοθέτησης ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας που έχει συνάψει με γειτονικές χώρες και ο αποκλεισμός από αυτόν της λεγόμενης «συμφωνίας» οριοθέτησης Τουρκίας – ψευδοκράτους του 2011.
Επειδή είναι κατά κανόνα πολύ δύσκολο να ρυθμιστούν ζητήματα οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών, και δη με μια χώρα η οποία δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, η οποία, επιπλέον, αμφισβητεί τους σχετικούς κανόνες εθιμικού δικαίου και, ακόμη, δεν αναγνωρίζει την υποχρεωτική διαδικασία κανενός αρμόδιου διεθνούς δικαιοδοτικού μηχανισμού που θα μπορούσε να κληθεί να βοηθήσει στην οριοθέτηση θαλασσίων συνόρων, η δική μας πλευρά οφείλει, κατά τη γνώμη μου, να δράσει προληπτικά. Σε κάθε μελλοντική διαπραγμάτευση θα πρέπει, απαραίτητος όρος να είναι η δέσμευση των συμβαλλομένων ότι η επίλυση διεθνών διαφορών σε σχέση με τη θάλασσα ή ο καθορισμός των θαλασσίων συνόρων ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας Τουρκίας – Κύπρου, θα γίνεται από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ή από το Διεθνές Δικαστήριο του Δικαίου της Θάλασσας που εδρεύει στο Αμβούργο), βάσει συμφωνίας που θα περιλαμβάνεται στο πακέτο των συμφωνιών για τη συνολική διευθέτηση του Κυπριακού προβλήματος και η οποία θα κατατεθεί στο αρμόδιο Διεθνές Δικαστήριο. Διότι αν, παρ’ ελπίδα, αφεθούν αυτά τα ζητήματα τα οποία κρίνουν, όχι απλώς το οικονομικό μέλλον, αλλά και την στρατηγική επιβίωση της Κύπρου ως ανεξαρτήτου και κυρίαρχου κράτους, για να ρυθμιστούν μετά την συνολική διευθέτηση, μπορεί κανένας εγκύρως να προβλέψει, ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Κύπρου δεν θα μπορέσει να λάβει οποιαδήποτε απόφαση, λόγω της σταθερά υποστηρικτικής στάσης των Τουρκοκυπρίων έναντι των τουρκικών εθνικών συμφερόντων, σε βάρος της Κύπρου.
Η Τουρκία, προφανώς γνωρίζει ότι οι θέσεις της είναι παράλογες και ότι δεν μπορούν να βασιστούν στο διεθνές δίκαιο. Βρίσκουν θεμελίωση μόνο στην ισχύ την οποία έχει και θεωρεί ότι έχει. Από αυτήν την θεώρησή της πηγάζει και η πεποίθησή της ότι σε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση για οριοθέτηση των θαλασσίων συνόρων με την Κύπρο, ύστερα από μια πολιτική συνολική διευθέτηση του Κυπριακού, θα επιτύχει αυτό που επιδιώκει αφού θα έχει και την αποτελεσματική στήριξη των «Τουρκοκυπρίων» μέσω της «αποτελεσματικής συμμετοχής» τους στη λήψη «σημαντικών αποφάσεων», στο πλαίσιο τη κυπριακής διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, με πολιτική ισότητα σύμφωνα με τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, κλπ, κλπ .
*******
Με δύο παραμελημένες, στις παρελθούσες διαπραγματεύσεις, πτυχές του Κυπριακού ασχολείται σε άρθρο του ο πρέσβης Τάσος Τζιωνής. Το θέμα της θάλασσας, σε σχέση με τις τουρκικές αξιώσεις και αυτό των Βρετανικών Βάσεων.
Στο άρθρο που δημοσιεύεται στην τελευταία έκδοση του ελληνικού περιοδικού «Τετράδια», ο Κύπριος διπλωμάτης τονίζει πως τα δυο αυτά θέματα είναι, παράλληλα, θέματα της εξωτερικής πολιτικής της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σύμφωνα με τα όσα επισημαίνει, η εσωτερική πτυχή του Κυπριακού, υπό την έννοια του συνταγματικού μέλλοντος της Κύπρου, είναι, πράγματι, ζήτημα των δύο κοινοτήτων για να το διαπραγματευτούν και να το συμφωνήσουν. Σε μια νέα διαπραγματευτική διαδικασία, όλες οι πτυχές του Κυπριακού θα είναι ξανά το αντικείμενο διαπραγματεύσεως, είτε μεταξύ των δύο κοινοτήτων, είτε μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και των τριών Δυνάμεων που συνυπογράφουν τις Συνθήκες του 1960. (Απαραίτητη είναι και η εμπλοκή της Ε.Ε., αφού η Κυπριακή Δημοκρατία είναι και θα συνεχίσει να είναι μέλος της. Αναγκαία επίσης είναι και η εμπλοκή των Η.Ε., του Συμβουλίου Ασφαλείας, το οποίο ενδιαφέρεται θεσμικά για το Κυπριακό, καθώς και του Γενικού Γραμματέα, βάσει των εντολών του Συμβουλίου Ασφαλείας.)
Όμως, αναφέρει ο συγγραφέα του άρθρου, η Κύπρος, είτε διεξάγονται διαπραγματεύσεις για τη λύση του Κυπριακού, είτε όχι, έχει κράτος, και αυτό είναι η Κυπριακή Δημοκρατία﮲ οφείλει δε, ως κράτος, να έχει πολιτική για όλα τα θέματα των διαπραγματεύσεων η οποία να καθορίζεται και να εφαρμόζεται δια της συνήθους λειτουργίας της δημοκρατικής διαδικασίας και, συνεπώς, της εμπλοκής των αρμοδίων συνταγματικών θεσμών. (Σημειώνουμε, συναφώς, ότι ο ηγέτης της Ελληνοκυπριακής Κοινότητας και το Εθνικό Συμβούλιο είναι κοινοτικοί θεσμοί και μάλιστα εξω-συνταγματικοί, και ως τέτοιοι, δεν έχουν οποιαδήποτε κρατική εξουσία, ούτε υπόκεινται σε δημοκρατικό και κοινοβουλευτικό έλεγχο στο πλαίσιο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Υπάρχουν μόνο για τους σκοπούς των διακοινοτικών διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό.)
Και συνεχίζει: Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι ένα διεθνώς αναγνωρισμένο κράτος, με το Σύνταγμα και τους νόμους της και με τα συντεταγμένα όργανα της, τα οποία είναι οι φορείς της βουλήσεώς της. Η συμμετοχή της στην Ε.Ε. από το 2004 έχει αυξήσει την ισχύ της και έχει ενισχύσει το διεθνές κύρος της. Η Κυπριακή Δημοκρατία, ως μέλος της διεθνούς κοινότητας, έχει όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που παραχωρεί ή επιβάλλει το διεθνές δίκαιο σε κάθε κράτος, χωρίς αυτά να έχουν επηρεαστεί από την ξένη κατοχή του ενός και πλέον τρίτου του εδάφους της Κύπρου. Γι’ αυτό, ενόσω δεν υπάρχει συμφωνημένη λύση, είτε διεξάγονται διαπραγματεύσεις είτε όχι, η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να στηρίζεται και να ενισχύεται, να λαμβάνει αποφάσεις και να ασκεί πολιτική, για όλους τους πολίτες της και όλο το νησί και όλη τη θάλασσά της και, συνάμα, να αναπτύσσει σχέσεις και να συνάπτει συνεργασίες και συμμαχίες προς αύξηση της ισχύος της, με γνώμονα, πάντα και μόνο, το εθνικό συμφέρον, έχοντας ως πρώτιστο στόχο τον τερματισμό της κατοχής και την αποκατάσταση της ελευθερίας σε ολόκληρo το νησί μας.
Ακολουθούν τα κεφάλαια του άρθρου που αφορούν τις δυο πιο πάνω πτυχές του:
ΓΙΑ ΤΙΣ ΒΡΕΤΑΝΙΚΕΣ ΒΑΣΕΙΣ
Μια σύνθετη πτυχή του Κυπριακού που παραμένει στη σκιά των διαπραγματεύσεων του Κυπριακού είναι εκείνη που αφορά την παρουσία των, ούτω καλούμενων, κυριάρχων Βρετανικών Βάσεων στην Κύπρο και τα δικαιώματα του Ηνωμένου Βασιλείου στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η πτυχή αυτή σχετίζεται τόσο με την εξωτερική ή διεθνή πτυχή, όσο και την Ευρωπαϊκή πτυχή του Κυπριακού. Περισσότερο, σε ό,τι αφορά τις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό, αφορά το κεφάλαιο «ασφάλεια και εγγυήσεις» και, σ’ ένα βαθμό, το «εδαφικό».
Οι Βρετανικές Βάσεις και τα δικαιώματα των Βρετανών στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας αποτελούν πρωτίστως αποικιακά κατάλοιπα﮲ είναι κατά βάση οδυνηρή υπόμνηση μιας ανολοκλήρωτης απο-αποικιοποίησης, εκ μέρους των Βρετανών, και μιας ημιτελούς άσκησης του δικαιώματος αυτοδιάθεσης, εκ μέρους του Κυπριακού λαού. Η διατήρησή τους στην Κύπρο προβλέπεται και ρυθμίζεται από την Συνθήκη που αφορά την Εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, η δε Συνθήκη Εγγυήσεως, όπως θα δούμε πιο κάτω, εγγυάται την ακεραιότητα των Βάσεων και την απόλαυση των δικαιωμάτων της Βρετανίας στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Η Συνθήκη Εγκαθίδρυσης, παρά το παραπλανητικό όνομα με το οποίο έμεινε γνωστή, αφού δίνει την εντύπωση ότι το αντικείμενο της είναι η Εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, προβλέπει κατά κύριο λόγο ότι το Ηνωμένο Βασίλειο διατηρεί «κυριαρχία» σε δύο περιοχές βάσεων και, επιπλέον, προβλέπει τα δικαιώματα του Ηνωμένου Βασιλείου στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας (πχ. ελεύθερη υπέρπτηση εδάφους, ελεύθερη χρήση λιμένων, ελεύθερη χρήση δρόμων, υδραγωγεία, ραντάρ στο Τρόοδος, ραδιοσταθμός στο Ζύγι, ασυλίες και προνόμια στους μέλη των ενόπλων δυνάμεων στις Βάσεις, πεδία ασκήσεων των βρετανικών στρατευμάτων κοκ).
Επικράτησε διαχρονικά η άποψη στην κυβερνώσα ηγεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας ότι, ενόσω παραμένει άλυτο το Κυπριακό, δεν μπορούμε να ανοίξουμε «δεύτερο» μέτωπο με την Μεγάλη Βρετανία για το θέμα των βάσεων και άλλων δικαιωμάτων της στην Κύπρο. Είναι άποψή μου, ότι πρόκειται για επιβλαβή για τα εθνικά μας συμφέροντα εμμονή αφού υπηρετεί θαυμάσια τα συμφέροντα του Ηνωμένου Βασιλείου στην Κύπρο, χωρίς καν να επηρεάζει υπέρ της Κύπρου την Βρετανική πολιτική.
Η λειτουργία των συμφωνιών του 1960, στο βαθμό που αφορούν τις Βάσεις και τα βρετανικά δικαιώματα στο έδαφος της Δημοκρατίας, είναι, εκ των πραγμάτων, μέρος του ζητήματος ασφάλειας του Κυπριακού κράτους, ως πτυχή της καθημερινής διακυβέρνησης της λειτουργούσας Κυπριακής Δημοκρατίας. Είναι επίσης πτυχή του διαπραγματευτικού κεφαλαίου «ασφάλεια και εγγυήσεις» στο πλαίσιο του Κυπριακού, έστω και αν δεν αποτελεί, τουλάχιστον ακόμα, αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους Βρετανούς. Επί παραδείγματι, η χρήση των Βάσεων για πολεμικές επιχειρήσεις στη Μέση Ανατολή προκαλούν αναπόφευκτα πρόβλημα στην άμυνα και ασφάλεια του νησιού, με ή χωρίς λύση. Γιατί να κινδυνεύουν οι Κύπριοι και η Κύπρος, όταν το Ηνωμένο Βασίλειο κυνηγά την ικανοποίηση δικών της συμφερόντων στην περιοχή μας; Τι κερδίζει η Κύπρος, για να εκτίθεται σε αυτόν τον κίνδυνο; Προσφέρεται η Κύπρος και ο λαός της, αυτοβούλως, να αποτελούν ασπίδα προστασίας των Βάσεων και των βρετανικών συμφερόντων στην περιοχή, ιδιαίτερα τώρα που η Μ. Βρετανία παίρνει τον δικό της μοναχικό δρόμο εξερχόμενη της Ε.Ε.; Και αν ναι, έναντι ποιου σοβαρού και ανάλογου ανταλλάγματος;
Κάτι, για το οποίο δεν γίνεται λόγος σχεδόν ποτέ, είναι ότι η Συνθήκη Εγκαθίδρυσης συνδέεται με την Συνθήκη Εγγυήσεως. Το Ηνωμένο Βασίλειο (μαζί με την Τουρκία και την Ελλάδα) είχαν, με τη Συνθήκη Εγγυήσεως αναγνωρίσει και εγγυηθεί την ανεξαρτησία, εδαφική ακεραιότητα και την ασφάλεια της Κυπριακής Δημοκρατίας καθώς και την κατάσταση πραγμάτων που δημιουργείτο με τα βασικά άρθρα του Συντάγματος του 1960. Αυτό είναι τοις πάσι γνωστό. (Το πόσο διασφαλίστηκαν, η εδαφική ακεραιότητα και η ασφάλεια της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι επίσης τοις πάσι γνωστό.) Η Συνθήκη Εγγυήσεως προβλέπει (Άρθρο III) ότι «[η] Κυπριακή Δημοκρατία, η Ελλάδα και η Τουρκία αναλαμβάνουν να σέβονται την ακεραιότητα των περιοχών που κατακρατήθηκαν υπό την κυριαρχία του Ηνωμένου Βασιλείου κατά τη στιγμή της Εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, και εγγυώνται τη χρήση και απόλαυση από το Ηνωμένο Βασίλειο των δικαιωμάτων τα οποία εξασφαλίζονται σ’ αυτό από την Κυπριακή Δημοκρατία σύμφωνα με τη Συνθήκη…» στις περιοχές εκτός των Βρετανικών Βάσεων, δηλαδή στο έδαφος της Δημοκρατίας (υπογράμ. δική μου). Δεν γίνεται πολύ λόγος γι’ αυτό το θέμα και γι’ αυτό το Άρθρο της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης, επειδή η Κυπριακή Δημοκρατία ενεργεί καλόπιστα και σέβεται τις υποχρεώσεις που ανέλαβε με την Συνθήκη έναντι του Ηνωμένου Βασιλείου. Όταν όμως η Συνθήκη Εγγυήσεως, αλλά και Εγκαθίδρυσης, παραβιάζονταν το 1974, και όταν η Τουρκία εισέβαλλε στην Κύπρο, τίποτα άξιο αναφοράς δεν έπραξε το Ηνωμένο Βασίλειο για να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις του. Σαράντα-τρία χρόνια αργότερα, η διαίρεση συνεχίζεται, το ίδιο κι η κατοχή, κατά παράβαση των Συνθηκών που υποτίθεται ότι προστάτευαν όσα η Τουρκία παραβίασε και όσα το Ηνωμένο Βασίλειο είχε υποχρέωση να διασφαλίσει προς όφελος της Κυπριακής Δημοκρατίας﮲ όπως συνεχίζεται η ανενόχλητη απόλαυση εκ μέρους του Ηνωμένου Βασιλείου των όσων εξασφάλισε διά των Συνθηκών στην Κύπρο.
Αξίζει επίσης να αναφερθεί κάτι που και πάλι σπανιότατα αναφέρεται στις αναλύσεις για το σύστημα ασφάλειας του 1960: Η Συνθήκη Εγκαθίδρυσης, αφού πρώτα καθόριζε τα εδαφικά όρια των περιοχών των Βάσεων και της Κυπριακής Δημοκρατίας (Άρθρο 1), στη συνέχεια δημιουργούσε τις υποχρεώσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας έναντι του Ηνωμένου Βασιλείου προς το οποίο παραχωρούσε, δυνάμει της Συνθήκης, αναρίθμητα δικαιώματα και δουλείες στο έδαφός της, προκειμένου, το Ηνωμένο Βασίλειο, να συγκατανεύσει, απρόθυμα μάλιστα, στην απόδοση στην Κύπρο της κολοβής ανεξαρτησίας της. Στην προσπάθεια να δοθεί επίφαση ισορροπίας στο κείμενο, ενσωματώθηκε στη Συνθήκη πρόνοια, σύμφωνα με την οποία «[η] Κυπριακή Δημοκρατία, η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο αναλαμβάνουν να διαβουλεύονται και να συνεργάζονται για την κοινή Άμυνα της Κύπρου»[2] (υπογράμ. δική μου). Η «Κύπρος», για τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης, είναι το άθροισμα των εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας και των Βρετανικών Βάσεων∙ δηλαδή «η Νήσος Κύπρος, μαζί με τις νησίδες που βρίσκονται πλησίον της ακτής της»[3]
Δεν θα ισχυριστούμε ότι η πρόνοια αυτή δημιουργεί συμμαχική σχέση, όμως αποτελεί μια καλή βάση, μαζί με εκείνες τις διατάξεις της Συνθήκης Εγγυήσεως που αφορούσαν τις υποχρεώσεις του Ηνωμένου Βασιλείου έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας, για να υπομνησθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο ότι οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται με καλή πίστη (pacta sunt servanda) και ότι δεν μπορεί να υποστηριχθεί από τον παραβιάζοντα συμβαλλόμενο σε μια συνθήκη ότι διατηρείται ακέραια η υποχρέωση του αντισυμβαλλόμενου του να τηρεί τα συμφωνηθέντα. Ο αντισυμβαλλόμενος που υφίσταται τις συνέπειες της παραβίασης, μάλιστα διαρκούς και συστηματικής, δικαιούται κατ’ ελάχιστον, να σκεφθεί αν θα συνεχίσει να εφαρμόζει τα συμφωνηθέντα ή αν θα μιμηθεί εκείνον ο οποίος παραβίασε τα συμφωνηθέντα, και να ενεργήσει αναλόγως, με γνώμονα το δικό του συμφέρον. Το αυτό επιχείρημα, το οποίο υποστηρίζεται, εκτός από την κοινή λογική, και από το Διεθνές Δίκαιο των Συνθηκών[4], ισχύει κατά μείζονα λόγο για την Τουρκία τον μέγα, αδιαμφισβήτητο και κατά συρροή, παρα-βιαστή των Συνθηκών του 1960.
Ενώ συζητείται το μελλοντικό καθεστώς της Κύπρου και επιδιώκεται, σ’ ό,τι αφορά τη δική μας πλευρά, η ενιαία και η πλήρης κυριαρχία και η ανεξαρτησία της Κύπρου, καθώς και η αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητάς της, με την, μεταξύ άλλων, απόσυρση των τουρκικών στρατευμάτων και την κατάργηση των Συνθηκών Εγγυήσεως και Συμμαχίας, εντούτοις, στις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό, το ζήτημα των Βάσεων και των δικαιωμάτων της Μεγάλης Βρετανίας στην Κυπριακή Δημοκρατία, προσεγγίζεται, μόνο σε συνάρτηση με τη «γενναιόδωρη» Βρετανική προσφορά μέρους του εδάφους των Βάσεων ως «προίκα» στο κράτος το οποίο θα προέλθει από τη συμφωνία συνολικής διευθέτησης του Κυπριακού.[5]
Η Συνθήκη Εγκαθίδρυσης, ύστερα από πενηντα-επτά και πλέον χρόνια, κατά τα οποία βρίσκεται σε ισχύ, συνεχίζει να περιλαμβάνει αναρίθμητες διατάξεις οι οποίες είναι απηρχαιωμένες και στην πράξη δεν εφαρμόζονται, ενώ, πλείστες όσες διατάξεις της, συγκρούονται ευθέως με τις έννοιες της κυριαρχίας, της ασφάλειας και της ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ακόμη κι εκείνες οι διατάξεις της που δεν εφαρμόζονται, μπορεί να υποστηριχθεί βάσιμα, ότι βρίσκονται απλώς εν υπνώσει και ότι, ανά πάσα στιγμή, μπορούν οι Βρετανοί να τις ενεργοποιήσουν. Υπάρχουν, επίσης, πρόνοιες που αφορούσαν τα πρώτα στάδια της λειτουργίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι οποίες δεν έχουν κανένα λόγο να συνεχίσουν να υπάρχουν.
Γιατί, σε οποιαδήποτε συμφωνία συνολικής διευθέτησης του Κυπριακού, θα πρέπει να επαναβεβαιωθεί μια τέτοια συνθήκη και γιατί πρέπει να περιμένει η Κυπριακή πλευρά, για να δράσει, να λυθεί πρώτα το Κυπριακό; Στην καθυστέρηση, ελλοχεύει ο κίνδυνος απώλειας του δικαιώματος των Κυπρίων για ολοκλήρωση της απο-αποικιοποίησης.
Το πιο σοβαρό πρόβλημα με την Συνθήκη Εγκαθίδρυσης είναι ότι, ενώ είναι συμφωνία, της οποίας η καθημερινή εφαρμογή αποτελεί μια αμιγώς διμερή υπόθεση μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, εντούτοις, για την τροποποίηση ή κατάργησή της, απαιτείται να συμφωνήσουν, εκτός από την Κυπριακή Δημοκρατία, και το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ελλάδα και η Τουρκία! (Οι αποικιοκράτες ήξεραν καλά τι επέβαλλαν στους «θρασείς» υπηκόους τους που ήθελαν την ελευθερία τους!).
Άποψή μου είναι ότι, η Συνθήκη αυτή, δεν πρέπει να επαναβεβαιωθεί, και μάλιστα διά της μεθόδου των δημοψηφισμάτων[6]. Τέτοια επαναβεβαίωση θα συνιστούσε, κατά πάσα πιθανότητα, οριστικό νομικό ενταφιασμό του κυπριακού οράματος για πλήρη απο-αποικιοποίηση της Κύπρου που είναι η απομάκρυνση των Βρετανικών Βάσεων και για τερματισμό των δικαιωμάτων των Βρετανών στην Κύπρο. Κι’ αυτό, αφού, με την διά δημοψηφισμάτων επαναβεβαίωση της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης, θα θεωρείτο ότι ο Κυπριακός λαός, ενασκώντας το δικαίωμα αυτοδιάθεσής του προς επικύρωση της συνολικής διευθέτησης του Κυπριακού, θα παραχωρούσε οριστικά και αμετάκλητα το έδαφος των Βάσεων στους Βρετανούς.
Η Συνθήκη Εγκαθίδρυσης δεν εγκαθιδρύει, όπως δυστυχώς είναι η κρατούσα άποψη, την Κυπριακή Δημοκρατία και συνεπώς, ούτε η τροποποίηση της ούτε η κατάργησή της, μπορούν να επηρεάσουν την ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Είναι λανθασμένη η άποψη που διατυπώνεται ότι η συνέχεια της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως είναι αναγκαία, γιατί δήθεν διασφαλίζει τη συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως λανθασμένη είναι η θέση ότι η κατάργηση της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης σημαίνει περίπου κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας! Η Κυπριακή Δημοκρατία, ανεξαρτήτως του τρόπου που δημιουργήθηκε, υπάρχει και θα συνεχίσει να υπάρχει, εκτός και αν καταργηθεί με έναν από τους τρόπους με τους οποίους καταργούνται κράτη. Πάντως, ανάμεσα σ’ αυτούς τους τρόπους, δεν είναι η κατάργηση της Συνθήκης η οποία, σχετίζεται μεν με την εγκαθίδρυσή της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά, στην πραγματικότητα, δεν την εγκαθιδρύει. Όμως, ακόμη και να εγκαθίδρυε την Κυπριακή Δημοκρατία, τυχόν κατάργησή της δεν θα συνεπέφερε την κατάργηση του κράτους που θα είχε δημιουργήσει. Αυτά που είναι βέβαιο ότι θα καταργούνταν, με τυχόν κατάργηση της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης, θα ήταν τα δικαιώματα της Βρετανίας στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας. (Ο φόβος είναι ο χειρότερος σύμβουλος στη χάραξη και εφαρμογή της εξωτερικής πολιτικής ενός κράτους).
Το θέμα των Βάσεων σχετίζεται, επίσης, και με την Ευρωπαϊκή πτυχή του Κυπριακού αφού στο έδαφος τους ζουν μονίμως, κατά βάση, μόνο Κύπριοι πολίτες, η δε διακίνηση προσώπων, αγαθών και υπηρεσιών, από και προς το έδαφος των Βάσεων, είναι ελεύθερη, το νόμισμα που χρησιμοποιείται σ’ αυτές είναι το Ευρώ, και όχι η Στερλίνα, ενώ πλείστες όσες διοικητικές, μη στρατιωτικής φύσεως, λειτουργίες στις Βάσεις ασκούνται, βάσει ξεχωριστής διμερούς συμφωνίας που έγινε την ημέρα της ανεξαρτησίας, από Κύπριους δημοσίους λειτουργούς, εξ ονόματος της Διοίκησης των Βάσεων. Η νομοθεσία που εφαρμόζεται στις Βάσεις, με ελάχιστες εξαιρέσεις, είναι απλή μετάφραση της νομοθεσίας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Από τη στιγμή που η Κύπρος προσχώρησε στην Ε.Ε., της οποίας μέλος ήταν τότε και είναι ακόμα, αλλά όχι για πολύ, το Ηνωμένο Βασίλειο, έπρεπε να γίνουν οι αναγκαίες προσαρμογές στο καθεστώς των Βάσεων ώστε να μην επηρεαστεί δυσμενώς για τους Κυπρίους που διαβιούν ή διέρχονται ή εργάζονται στις Βάσεις, η καθημερινότητα τους, ούτε να υπάρξουν αρνητικές επιπτώσεις στις σχέσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας και των αρχών των Βρετανικών Βάσεων, ως αποτέλεσμα της ένταξης της Κύπρου σ’ αυτήν. Όλα αυτά, ήταν το αντικείμενο άλλου Πρωτόκολλου στη Συνθήκη Προσχώρησης που φέρει τον αριθμό 3. Με το Πρωτόκολλο εκείνο, το έδαφος των Βάσεων έμεινε εκτός του εδάφους της Ε.Ε., αλλά θα εφαρμόζονταν σ’ αυτό, εκείνα τα τμήματα του κεκτημένου της Ένωσης, που ήταν αναγκαία για να εξυπηρετηθεί ο σκοπός που αναφέρθηκε πιο πάνω.
Η Μεγάλη Βρετανία αποφάσισε, το 2016, να εξέλθει της Ε.Ε. (το γνωστό Brexit). Έτσι το Πρωτόκολλο αρ. 3, δεν μπορεί να συνεχίσει να εφαρμόζεται μετά την έξοδό της από την Ε.Ε., ούτε οι σχέσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας με τις Βάσεις μπορούν να επανέλθουν στο προϊσχύσαν του Πρωτοκόλλου καθεστώς. Ενώ έχουν αρχίσει οι διαπραγματεύσεις γι’ αυτό το θέμα, οι οποίες διεξάγονται τώρα σε διμερές επίπεδο (Κύπρος – Ηνωμένο Βασίλειο) κατ’ εξουσιοδότηση της Ε.Ε., το θέμα των Βάσεων παραμένει ένα σοβαρό ανοικτό θέμα–πτυχή του ευρύτερου Κυπριακού προβλήματος που πρέπει να αντιμετωπιστεί είτε διεξάγονται διαπραγματεύσεις για λύση του Κυπριακού είτε όχι﮲ αυτό προϋποθέτει την εγκατάλειψη ή, τουλάχιστον, την επανεξέταση της δογματικής θέσης για αποφυγή ανοίγματος «δευτέρου μετώπου».
Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
H ανακάλυψη υδρογονανθράκων στο υπέδαφος του βυθού της θάλασσας της Ανατολικής Μεσογείου, ιδίως των δύο τεραστίων κοιτασμάτων του Zohr, στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) Αιγύπτου (2015) και του Leviathan στο Ισραήλ (2010), αλλά και των κοιτασμάτων Tamar στην ΑΟΖ Ισραήλ (2009), και Αφροδίτη στην ΑΟΖ της Κύπρου (ανακάλυψη, 2011, επιβεβαίωση 2013), έδωσαν μια άλλη διάσταση στη γεω-στρατηγική και γεωοικονομική σημασία της Ανατολικής Μεσογείου, όχι μόνο για τα κράτη της περιοχής που βρέχονται από την ίδια θάλασσα, αλλά και την Ευρώπη και πέραν αυτής. Η στρατηγική και γεωπολιτική σημασία της Κύπρου έχει αναβαθμιστεί σε πολύ μεγάλο βαθμό και αυτό, δεν μπορεί παρά να έχει σοβαρή επίδραση στην εν γένει διαπραγμάτευση του Κυπριακού προβλήματος, είτε προς όφελος της Κύπρου, είτε προς ζημία της.
Τα δικαιώματα επί των υποθαλασσίων υδρογονανθράκων νοούνται μόνο ως δικαιώματα επί της θάλασσας. Δηλαδή, ο υδρογονανθρακικός πλούτος ανήκει στο κράτος που έχει, είτε την κυριαρχία (χωρικά ύδατα), είτε τα κυριαρχικά δικαιώματα (υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ) στην θαλάσσια περιοχή όπου ανακαλύπτεται αυτός ο πλούτος. Πόσο συζητήθηκε στις διαπραγματεύσεις το θέμα της θάλασσας και τι συμφωνήθηκε; Σ’ αυτό το ερώτημα δεν μπορεί η ανάλυση αυτή να δώσει απάντηση. Έτσι κι’ αλλιώς, οι διαπραγματεύσεις για τη πολιτική διευθέτηση του Κυπριακού κατέρρευσαν στο Crans Montana και, σε οποιαδήποτε νέα διαπραγμάτευση, τα Μέρη δεν δεσμεύονται από προηγούμενες συμφωνίες και συγκλίσεις που είχαν επιτευχθεί στο πλαίσιο της προηγούμενης διαπραγμάτευσης, εκτός κι αν συμφωνήσουν να τις επαναβεβαιώσουν εν όψει νέας διαπραγμάτευσης ή κατά τη διάρκεια αυτής.
Η θάλασσα αποτελεί μια πάρα πολύ σοβαρή υπόθεση για το παρόν και το μέλλον της Κύπρου, με ή χωρίς λύση του Κυπριακού. Η θάλασσα θα καθορίσει την έκβαση του Κυπριακού και το μέλλον της Κύπρου. Συνεπώς σε οποιαδήποτε μελλοντική διαπραγμάτευση, το ζήτημα των θαλασσών της Κύπρου πρέπει να τύχει ξεχωριστής προσοχής και ιδιαίτερης, πιστεύω, διαπραγμάτευσης.[7]
Στην μακραίωνη ιστορία της Κύπρου, η γεωγραφική θέσης της προσδιοριζόταν πάντοτε σε συνάρτηση με τη θάλασσα που την περιβάλλει και από τη γεωγραφική θέση της έναντι των χωρών με αντικείμενες προς αυτήν ακτές, αλλά και πέραν αυτών. Για παράδειγμα, η θέση της Κύπρου απέναντι από τη διώρυγα του Σουέζ, η οποία άνοιξε για τη διεθνή ναυσιπλοΐα το 1869, υπήρξε βασικός λόγος για την βρετανική κατοχή της Κύπρου, που ήταν το αντικείμενο συμφωνίας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, από το 1878.[8] Η Οθωμανική Κυβέρνηση παρέδωσε την Κύπρο στην Βρετανική Αυτοκρατορία, με αντάλλαγμα εγγυήσεις από την τελευταία ότι θα χρησιμοποιούσε την Κύπρο ως βάση για προστασία της πρώτης από πιθανή ρωσική επίθεση. Με την κατοχή της Κύπρου, της Μάλτας και του Γιβραλτάρ, αλλά και της Αιγύπτου από τη Μεγάλη Βρετανία[9], η τελευταία μπορούσε να ελέγξει την θαλάσσια διαδρομή από την βόρεια Ευρώπη μέχρι την Ινδία. (Με τη διώρυγα του Σουέζ μειωνόταν η απόσταση που θα έπρεπε να καλύψουν τα πλοία από τη Βρετανία προς την Ινδία κατά περίπου 7.000 χιλιόμετρα.) Το 1906, η ολοκλήρωση του λιμανιού της Αμμοχώστου, αναβάθμισε τη σπουδαιότητα της Κύπρου ως ακραίου φυλακίου της Μ. Βρετανίας για προστασία της Διώρυγας του Σουέζ. Ήταν, κατά κύριο λόγο, η ανάγκη ελέγχου της θάλασσας που οδήγησε στην κατοχή της Κύπρου από τη Μεγάλη Βρετανία, καθορίζοντας έτσι το πεπρωμένο του νησιού μας.
Ήταν, επίσης, η ανάγκη στρατηγικού ελέγχου των πηγών πετρελαίου στη Μέση Ανατολή και των θαλασσίων δρόμων μεταφοράς του προς τη Δύση που συντήρησε την κατοχή της Κύπρου από τη Μεγάλη Βρετανία. Ας θυμηθούμε λίγο την αγγλο-γαλλική επιχείρηση του Σουέζ το 1956. Διαρκούντος του αγώνα της ΕΟΚΑ, η Μεγάλη Βρετανία χρησιμοποιούσε την Κύπρο ως βάση για ανακατάληψη της Διώρυγας. Η πολύ σημαντική στρατηγική της θέση, η οφειλόμενη κυρίως στη θάλασσα που την περιβάλλει, και η θέση της στη συμβολή τριών ηπείρων, ευθύνεται για τη βρετανική εμμονική πολιτική να μην ασκηθεί από τους Κυπρίους το δικαίωμα αυτοδιάθεσης που είχε ασκηθεί ήδη από τόσες άλλες ασιατικές και αφρικανικές χώρες που τελούσαν υπό ξένη κυριαρχία. (Ας θυμηθούμε το «ποτέ» του Hopkinson[10]). Σ΄ αυτήν τη στρατηγική θέση, οφείλεται το κολοβό της κυπριακής ανεξαρτησίας, με τη διατήρηση από τη Μεγάλη Βρετανία των Βάσεων στην Κύπρο και των πολλών διευκολύνσεων στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας καθώς και για τις άνισες Συνθήκες, που κληροδότησε στην Κύπρο, η συμπαιγνία Μεγάλης Βρετανίας και Τουρκίας. Σ’ αυτήν την στρατηγική της θέση οφείλεται η εγκληματική εμπλοκή της Τουρκίας στο νησί μας και δεν χρειάζεται να ενδιατρίψει κανείς στην ιστορία της Κύπρου του 19ου και 20ου αιώνα για να αντιληφθεί τους πραγματικούς λόγους των τουρκικής προελεύσεως δεινών της Κύπρου. Είναι αρκετό να διαβάσει ένα βιβλίο του 21ου αιώνα﮲ το βιβλίο, συγκεκριμένα, του Τούρκου καθηγητή, Αχμέτ Νταβούτογλου[11] “Το Στρατηγικό Βάθος”[12], για να αντιληφθεί ότι το ενδιαφέρον της Τουρκίας είναι, κατ’ εξοχήν, αν όχι αποκλειστικά, στρατηγικό και πηγάζει από τις δικές της στρατηγικές ανασφάλειες και προπαντός τις στρατηγικές φιλοδοξίες της στην ευρύτερη περιοχή, που εσχάτως έχουν αποκτήσει νέο-οθωμανική χροιά. Ο έλεγχος της Κύπρου και της Ανατολικής Μεσογείου θεωρείται διαχρονικά, από την Τουρκία, όρος εκ των ων ουκ άνευ για μια επιτυχή εξωτερική, αμυντική πολιτική, πολιτική ασφαλείας καθώς και ενεργειακή πολιτική της Τουρκίας. Η τουρκική συμπεριφορά στη διεθνή σκηνή, αλλά κυρίως έναντι των γειτόνων της, εμφορείται την εποχή του Ερντογάν και του κυβερνώντος κόμματος του ΑΚΡ, από το «πνεύμα της κατάκτησης»[13]. Το ότι η νέο-οθωμανική πολιτική του τουρκικού καθεστώς εμφορείται από το «πνεύμα της κατάκτησης» είμαστε οι πρώτοι που μπορούμε, δυστυχώς, να πιστοποιήσουμε και μάλιστα εμπειρικά.
Επειδή είναι δυστυχώς πολλοί ακόμη που ενστερνίζονται το τουρκικό αφήγημα ότι εισέβαλε στην Κύπρο και κατέχει πέραν του ενός τρίτου του εδάφους της για να προστατεύσει τους Τουρκοκύπριους, ο Αχμέτ Νταβούτογλου δίνει την απάντηση. Γράφοντας για «την σημασία της γεωγραφικής θέσης του νησιού από γεω-στρατηγική άποψη, ως «σημαντικό άξονα του Κυπριακού ζητήματος» αναφέρει: «O άξονας αυτός καθ’ εαυτόν είναι ζωτικής σημασίας ανεξάρτητα από το ανθρώπινο στοιχείο που βρίσκεται εκεί. Ακόμη κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα κυπριακό ζήτημα. Καμία χώρα δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη σε ένα τέτοιο νησί που βρίσκεται στην καρδιά του ζωτικού της χώρου.» (Το Στρατηγικό Βάθος, σελ. 279).
Και για να μην μας αφήσει οποιαδήποτε απορία για το τι ακριβώς εννοεί, γράφει πιο κάτω (σελ. 280): «Καμία παγκόσμια και περιφερειακή δύναμη που κάνει στρατηγικούς υπολογισμούς στη Μέση Ανατολή, στην Ανατολική Μεσόγειο, στο Αιγαίο, στη διώρυγα του Σουέζ, στην Ερυθρά θάλασσα και στον Περσικό κόλπο δεν μπορεί να παραμελήσει την Κύπρο. Η Κύπρος βρίσκεται σε μια τόσο εγγύς απόσταση σε όλες αυτές στις περιοχές, ώστε να έχει την ιδιότητα μιας παραμέτρου η οποία είναι σε θέση να επηρεάζει άμεσα όλες μαζί. Η Τουρκία πρέπει να βλέπει το στρατηγικό πλεονέκτημα που απέκτησε στο θέμα αυτής της παραμέτρου τη δεκαετία του 1970 όχι ως στοιχείο μιας αμυντικής κυπριακής πολιτικής που προσανατολίζεται στη φύλαξη του ισχύοντος καθεστώτος αλλά ως ένα από τα διπλωματικού χαρακτήρα βασικά στηρίγματα μιας επιθετικής στρατηγικής θάλασσας. Στο πλαίσιο αυτό η Κύπρος έχει μια ιδιαίτερης σημασία ως στοιχείο-κλειδί μιας γενικής στρατηγικής θάλασσας, που σχετίζεται με τη θαλάσσια περιοχή που περικλείεται από τον άξονα Κασπία –Εύξεινος Πόντος-Στενά-Αιγαίο πέλαγος-ανατολική Μεσόγειο-Σουέζ-Περσικός Κόλπος.»
Σε ό,τι αφορά τους Τουρκοκύπριους[14], η ψυχρή αλήθεια είναι ότι δεν ήταν ποτέ και δεν είναι τώρα (σελ. 279), τίποτα άλλο για την Τουρκία, παρά ένας τουρκικός πληθυσμός εκτός τουρκικών συνόρων που έχει ως κύριο λόγο ύπαρξης του την εξυπηρέτηση των στρατηγικών στόχων του τουρκικού (τώρα νέο-οθωμανικού) κράτους στην Ανατολική Μεσόγειο και την ευρύτερη περιοχή. Τελευταίως δε, εκόντες-άκοντες οι Τουρκοκύπριοι, διά της ηγεσίας τους, μπήκαν δυναμικά στην υπηρεσία του νέο-σουλτάνου της Άγκυρας στην επίτευξη των νέο-οθωμανικών στόχων του, που περιλαμβάνουν και την εδαφική επέκταση της Τουρκίας, και τον αποτελεσματικό στρατηγικό έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου και των γειτονικών στην Τουρκία περιοχών/χωρών καθώς και της Μέσης Ανατολής και του Καυκάσου.
Η Κυπριακή Δημοκρατία, από την άλλη, υπήρξε, κατά το πλείστο χρόνο της κρατικής ύπαρξής της, θεατής του στρατηγικού παιγνίου του οποίου η ίδια είναι μέρος, είτε αφορούσε τις σχέσεις Δύσης-Ανατολής (την εποχή του ψυχρού πολέμου), είτε τις σχέσεις ΗΠΑ/Δυτικής Ευρώπης- Ρωσίας (στην συνέχεια), είτε αφορούσε την Αραβο-ισραηλινή διένεξη κοκ. Στο στρατηγικό παίγνιο, του οποίου ήταν η ίδια το επίκεντρο, αλλά και το μεγάλο θύμα, ήταν σε μεγάλο βαθμό παίκτης μικρός και διστακτικός.
Η θάλασσα της Κύπρου άρχισε να αποκτά ιδιαίτερη σημασία για την Κυπριακή Δημοκρατία, όταν υπήρχαν πλέον ενδείξεις για την ύπαρξη υδρογονανθράκων στην ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα της.[15] Σ’ αυτές τις ενδείξεις οφείλεται η συνομολόγηση, το 2003, της Συμφωνίας Οριοθέτησης ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας[16] με την Αίγυπτο και στη θέσπιση του περί ΑΟΖ Νόμου το 2004, λίγο πριν από το Δημοψήφισμα για το Σχέδιο Αννάν, με τον οποίο ανακηρυσσόταν η ΑΟΖ της Κύπρου με όριο της τη μέση γραμμή με τα γειτονικά μας παράκτια κράτη[17].
Η Κυπριακή Δημοκρατία έχει καθορίσει με συμφωνίες τα όρια της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της, και συνάμα της υφαλοκρηπίδας της, με τρεις γειτονικές της χώρες, στα νότια και τα ανατολικά της, που καλύπτουν επαρκώς τις περιοχές, στις οποίες, είτε έχουν ανακαλυφθεί υδρογονάνθρακες, είτε υπάρχουν επιστημονικές ενδείξεις ότι το υπέδαφος του βυθού φιλοξενεί υδρογονάνθρακες. Συγκεκριμένα υπέγραψε συμφωνίες με την Αίγυπτο (2003), τον Λίβανο (2007) και το Ισραήλ (2010). Η οριοθέτηση, και στις τρεις αυτές περιπτώσεις, έγινε με τη μέθοδο της μέσης γραμμής. Δεν έχουν συνομολογηθεί ακόμα συμφωνίες οριοθέτησης ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας με τα άλλα γειτονικά κράτη που έχουν αντικείμενες προς εκείνες της Κύπρου ακτές, δηλαδή με την Ελλάδα, την Τουρκία και τη Συρία. Η Ελλάδα υποστηρίζει τη μέθοδο της μέσης γραμμής και ότι, βεβαίως, τα νησιά της έχουν υφαλοκρηπίδα και δικαίωμα σε ΑΟΖ, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο της θάλασσας. Επίσης, όπως συνάγεται από τον διαχωρισμό ερευνητικών τεμαχίων για σκοπούς έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στην υφαλοκρηπίδα της Συρίας, η γειτονική αυτή χώρα δέχεται τη μέθοδο της Μέσης Γραμμής.
Το ίδιο δεν συμβαίνει όμως με την Τουρκία σε ό,τι αφορά ειδικά την Κύπρο και την Ελλάδα. Η Τουρκία, σε αντίθεση με την Κύπρο και την Ελλάδα, δεν είναι συμβαλλόμενο κράτος στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, του 1982. Ανεξαρτήτως, όμως, του τι υποστηρίζει, οι κανόνες του σχετικού με τη θάλασσα εθιμικού δικαίου την δεσμεύουν. Η Τουρκία έχει πολύ ιδιαίτερες εθνικές θέσεις σε ό,τι αφορά τα δικαιώματά της στη θάλασσα. Έτσι, έχει συμφωνίες οριοθέτησης ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας με τις γειτονικές παράκτιες χώρες της Μαύρης Θάλασσας, βασισμένες στη μέθοδο της μέσης γραμμής. Διεκδικεί υφαλοκρηπίδα στη βάση της μέση γραμμής και με την Ελλάδα, αλλά… με την ηπειρωτική Ελλάδα, υποστηρίζοντας ότι τα νησιά του Αιγαίου δεν έχουν υφαλοκρηπίδα, σε αντίθεση με το Δίκαιο της Θάλασσας, συμβατικό και εθιμικό[18], που δέχεται ότι τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ ακριβώς όπως και το ηπειρωτικό έδαφος[19]. Υποστηρίζει, επίσης, ότι έχει θαλάσσια σύνορα με την Αίγυπτο, στη θάλασσα ανάμεσα στην Κύπρο και στα πλησιέστερα ελληνικά νησιά, στη βάση της μέσης γραμμής. Με βάση αυτήν την θέση, η Τουρκία, «αφήνει» για την Κύπρο μόνο μια θαλάσσια ζώνη 12 ν.μ. και στα ελληνικά νησιά μόνο μια ζώνη 6 ν.μ., δηλαδή μόνο χωρικά ύδατα. Θεωρεί προφανώς, ότι η Κύπρος και η Ελλάδα δεν δικαιούται να έχουν καθόλου ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα στην εν λόγω θαλάσσια περιοχή![20]
Από διάφορους χάρτες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, φαίνεται πως η Τουρκία αναγνωρίζει στην Κύπρο, ύστερα όμως από τη πολιτική διευθέτηση του Κυπριακού, να έχει ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα (εκτός από τα δυτικά), αλλά πολύ μικρότερη από αυτήν η οποία της αναγνωρίζεται από τις συμφωνίες οριοθέτησης που συνομολόγησε η Κυπριακή Δημοκρατία. (Η Τουρκία στην πραγματικότητα δεν αναγνωρίζει καμία συμφωνία της Κυπριακής Δημοκρατίας για οριοθέτηση ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας, και φροντίζει να καταχωρεί επισήμως τη θέση της στην Γραμματεία των ΗΕ, στο Τμήμα Ωκεανών και Δικαίου της Θάλασσας.) Η Τουρκία θεωρεί ότι η Μεσόγειος είναι κλειστή ή ημίκλειστη θάλασσα και υποστηρίζει ότι το διεθνές δίκαιο, σε τέτοιες θάλασσες, δεν επιτρέπει οριοθετήσεις παρά μόνο ύστερα από συμφωνία μεταξύ όλων των εμπλεκομένων παρακτίων κρατών. Η θέση της αυτή ουδόλως θεμελιώνεται στο διεθνές δίκαιο. Επιπλέον, υποστηρίζει θεωρητικά, διπλωματικά, αλλά και πρακτικά επί της θαλάσσης, με το πολεμικό ναυτικό και την αεροπορία της, ότι οι οριοθετήσεις στη θάλασσα πρέπει να γίνονται στη βάση των αρχών της ευθυδικίας. Αυτές τις αρχές ερμηνεύει και πάλιν, κατά το δοκούν, αποφεύγοντας όπως ο διάβολος το λιβάνι την αναγνώριση της δικαιοδοσίας οποιουδήποτε διεθνούς δικαιοδοτικού μηχανισμού όπου θα μπορούσε να κριθεί και ελεγχθεί η συμβατότητα των θέσεων και απαιτήσεών της με το διεθνές δίκαιο. Γνωρίζουμε, μέσω δηλώσεων, αλλά και πράξεων της, τι ακριβώς εννοεί η Τουρκία, όταν προβάλλει τις αυθαίρετες νομικές θέσεις της.
Είναι, επίσης, γνωστό πως η Τουρκία θεωρεί ότι η Κυπριακή Δημοκρατία, με τις συμφωνίες οριοθέτησης που συνομολόγησε, κατάφερε να της αναγνωριστεί ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα πολύ μεγαλύτερη σε έκταση από εκείνην που δικαιούται με βάση την ιδιαίτερη και ανεδαφική τουρκική αντίληψη για το θέμα των οριοθετήσεων στην Μεσόγειο. Γι’ αυτό, η Τουρκία προέβαινε σε διαβήματα προς την κυβέρνηση του Λιβάνου, όπως και στην κυβέρνηση του Ισραήλ, για να μη συνομολογήσουν τέτοια συμφωνία με την Κύπρο. Σε ό,τι δε αφορά τον Λίβανο, είναι γνωστό ότι, η Συμφωνία Οριοθέτησής του με την Κύπρο (2007), αναμένει ακόμα την επικύρωσή της. Αυτό όμως δεν επηρεάζει κατ’ ουσίαν τη μέση γραμμή που υπάρχει μεταξύ Λιβάνου και Κύπρου, αφού η Κυβέρνηση της γείτονος χώρας υπέβαλε στο Τμήμα Ωκεανών και Δικαίου της Θάλασσας της Γραμματείας των Ηνωμένων Εθνών, το 2011, τις συντεταγμένες της για τα δυτικά όρια της ΑΟΖ της με την Κύπρο, υιοθετώντας, έτσι, μονομερώς αλλά και επισήμως την γραμμή που συμφωνήθηκε μεταξύ των δυο χωρών μας. Ο Λίβανος, όμως, θεωρεί ότι ένα τμήμα της οροθετικής γραμμής ΑΟΖ που συμφωνήθηκε μεταξύ Κύπρου και Ισραήλ (μήκους 9 ν.μ.) είναι ισομήκης προέκταση της οροθετικής γραμμής ΑΟΖ Κύπρου-Λιβάνου προς τα νότια. Γνωρίζουμε επίσης ότι, μετά την υπογραφή της Συμφωνίας Οριοθέτησης Κύπρου-Αιγύπτου (2003), η Κυβέρνηση της Τουρκίας κατέβαλε πολύ μεγάλες προσπάθειες για να ακυρωθεί η Συμφωνία, οι οποίες συνεχίστηκαν και επί διακυβερνήσεως Μόρσι, πλην όμως ανεπιτυχώς.
Μερικοί αριθμοί θα ήταν ίσως χρήσιμοι για τη κατανόηση του ζητήματος της θάλασσας ως πτυχής του Κυπριακού: Η Κύπρος διαθέτει ζώνη χωρικών υδάτων πλάτους 12 ν.μ. από τις γραμμές βάσεως της. Η ζώνη αυτή έχει έκταση περίπου 14.800 τετρ.χλμ. (Για σκοπούς σύγκρισης, υπενθυμίζουμε ότι το χερσαίο έδαφος της Κύπρου καλύπτει έκταση 9.251 τετρ.χλμ.). Λαμβάνοντας υπόψη τα ήδη συμφωνηθέντα θαλάσσια σύνορα με τρεις γειτονικές της χώρες και θεωρώντας ότι τα θαλάσσια σύνορα της Κύπρου με τους υπόλοιπους γείτονες της είναι η μεταξύ τους μέση γραμμή, υπολογίζεται ότι η Κύπρος έχει δικαίωμα σε ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα έκτασης 82.700 τετρ.χλμ. Αυτό σημαίνει ότι η Κυπριακή Δημοκρατία έχει κυριαρχία ή κυριαρχικά δικαιώματα και δικαιοδοσίες, σύμφωνα με το ισχύον διεθνές δίκαιο, σε μια θαλάσσια έκταση περίπου 97.500 τετρ.χλμ δηλαδή περίπου 10.5 φορές το χερσαίο έδαφος της Κύπρου.
Αξίζει να αναφερθεί ότι, αν υιοθετείτο η τουρκική θέση ότι η Κύπρος δεν διαθέτει ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα στα δυτικά της και ότι η Τουρκία έχει θαλάσσια σύνορα με την Αίγυπτο στη βάση της μέσης γραμμής, η Κύπρος θα έχανε προς όφελος της Τουρκίας, μια θαλάσσια έκταση ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα πάνω από περίπου 33.700 τετρ.χλμ. δηλαδή περίπου το 41% της ΑΟΖ της, ή 3.6 φορές το χερσαίο έδαφος της Κύπρου. Αν επιπλέον, νομιμοποιείτο (πχ. μέσω του καταλόγου διεθνών συμφωνιών που θα δέσμευαν την Κύπρο μετά τη συνολική διευθέτηση του Κυπριακού) η «συμφωνία» Τουρκίας ψευδοκράτους του Σεπτεμβρίου 2011, για μεταξύ τους «οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας», η Κύπρος θα έχανε μια πρόσθετη έκταση πάνω από 2.100 τετρ. χλμ (περίπου 3% της Κυπριακής ΑΟΖ). Εάν υιοθετείτο δε η τουρκική αντίληψη ως προς την ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα την οποία θα δικαιούτο η Κύπρος, με βάση τουρκικό χάρτη ο οποίος, κατ’ επανάληψη, έχει δημοσιευθεί, η Κύπρος θα παρέμενε με μια ΑΟΖ περίπου 25.500 τετρ. χλμ., δηλαδή θα διατηρούσε περίπου μόνο το 31% της ΑΟΖ που δικαιούται και που έχει κερδίσει μέσω συμφωνιών με τους γείτονές της.
Οι αριθμοί, από μόνοι τους, δείχνουν τη σημασία της ρύθμισης αυτού του θέματος πριν από τη συνολική πολιτική διευθέτηση του Κυπριακού, στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης ή εκτός αυτής. Είναι όμως εξαιρετικά μεγάλης σημασίας να αντιληφθούν οι Τουρκοκύπριοι ότι υποστηρίζοντας, όπως κάνουν μέχρι τώρα, τις τουρκικές θέσεις, η Τουρκία , ως αποτέλεσμα αυτής της υποστήριξης, θα μπορούσε να έπαιρνε στην πράξη αυτά που δεν δικαιούται, αλλά διεκδικεί για τον εαυτό της, προκαλώντας την απώλεια στην Κύπρο, που είναι και δική τους πατρίδα, του περίπου 44% της ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας της. Συνεπεία δε τούτου, θα ετίθετο σε κίνδυνο απώλειας, ακόμη μια περιοχή στα νοτιοδυτικά της Κύπρου, η οποία κείται νοτίως της νοητής μέσης γραμμής ανάμεσα στις ακτές της Τουρκίας και τις ακτές της Αιγύπτου και που συνιστά περίπου το 17% της Κυπριακής ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας.
Μπορεί ο καθένας να αντιληφθεί τη σημασία του θέματος για τη λύση του Κυπριακού, αν λάβει υπόψη, έστω μόνο την ενεργειακή διάστασή του. Η ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα της Κύπρου, με βάση επιστημονικές μελέτες, ιδιαίτερα εκείνη της Αμερικανικής Υπηρεσίας Γεωλογικών Επισκοπήσεων του 2010[21], κρύβει ασύλληπτες ποσότητες υδρογονανθράκων (πετρέλαιο και κυρίως φυσικό αέριο). Συνεπώς, οι διεκδικήσεις της Τουρκίας σε βάρος της Κύπρου, ικανοποιούμενες, θα οδηγούσαν στην οριστική απώλεια εκ μέρους της Κύπρου του μεγίστου μέρους του εθνικού της πλούτου των υδρογονανθράκων. Γι’ αυτό το λόγο, και μάλιστα λόγω της υποστηρικτικής προς τα τουρκικά εθνικά συμφέροντα τουρκοκυπριακής στάσης, όπως αυτή εκδηλώνεται, κυρίως με δημόσιες δηλώσεις αλλά και με πράξεις (όπως, η υπογραφή της «συμφωνίας οριοθέτησης» Τουρκίας – ψευδοκράτους, το 2011﮲ ο επιχειρηθείς διαμοιρασμός ερευνητικών τεμαχίων από την Τουρκική Κρατική Εταιρία Πετρελαίων [ΤΡΑΟ], στη δυτική και βόρεια θάλασσα της Κύπρου, για λογαριασμό της Τουρκίας, καθώς και στα νότια και νοτιο-ανατολικά, για λογαριασμό, δήθεν, της αποσχιστικής οντότητας των κατεχομένων﮲ η τουρκοκυπριακή πολιτική υποστήριξη στη χρήση της πολεμικής μηχανής της Τουρκίας για παρενόχληση κι εκφοβισμό πετρελαϊκών εταιρειών που επιχειρούν στην Κυπριακή ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα﮲ η διεξαγωγή σεισμογραφικών ερευνών στην Κυπριακή ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα από το Barbaros και άλλα που προηγήθηκαν﮲ η απειλή πραγματοποίησης γεωτρήσεων στην Κυπριακή ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα με γεωτρύπανο που θα αγοράσει ή αγόρασε ήδη η Τουρκία κλπ), δείχνουν, όχι απλώς ότι οι Τουρκοκύπριοι δεν θέλουν ή δεν μπορούν να ενεργήσουν υπέρ των συμφερόντων της Κύπρου, αλλά και ότι ταυτίζονται προθύμως και ασυστόλως, με την Τουρκία στην υποστήριξη των εθνικών της συμφερόντων, σε βάρος της κυπριακής τους πατρίδας και των δικών τους συμφερόντων, ως τμήμα του κυπριακού λαού.
Γι’ αυτό, σε μια μελλοντική διαπραγμάτευση του Κυπριακού, τα ζητήματα της ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας και γενικά των θαλασσίων ζωνών της Κύπρου, δεν πρέπει να αφεθούν για να συζητηθούν μετά τη συνολική διευθέτηση του Κυπριακού όπως συνέβηκε στο Σχέδιο Αννάν (που ήταν το προϊόν συγγραφής και επιδιαιτησίας του Γενικού Γραμματέα των Η.Ε.), αλλά και (όπως προκύπτει από τη δημόσια κατά καιρούς ενημέρωση) στην τελευταία «κυπριακής ιδιοκτησίας» διαδικασία, η οποία τελεύτησε την 7ης παρελθόντος Ιουλίου στον Crans Montana της Ελβετίας. Επιπλέον θα πρέπει να διασφαλισθεί η συμπερίληψη, στον κατάλογο των συνθηκών που θα δεσμεύουν την Κύπρο μετά τη συνολική διευθέτηση, των συμφωνιών οριοθέτησης ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας που έχει συνάψει με γειτονικές χώρες και ο αποκλεισμός από αυτόν της λεγόμενης «συμφωνίας» οριοθέτησης Τουρκίας – ψευδοκράτους του 2011.
Επειδή είναι κατά κανόνα πολύ δύσκολο να ρυθμιστούν ζητήματα οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών, και δη με μια χώρα η οποία δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, η οποία, επιπλέον, αμφισβητεί τους σχετικούς κανόνες εθιμικού δικαίου και, ακόμη, δεν αναγνωρίζει την υποχρεωτική διαδικασία κανενός αρμόδιου διεθνούς δικαιοδοτικού μηχανισμού που θα μπορούσε να κληθεί να βοηθήσει στην οριοθέτηση θαλασσίων συνόρων, η δική μας πλευρά οφείλει, κατά τη γνώμη μου, να δράσει προληπτικά. Σε κάθε μελλοντική διαπραγμάτευση θα πρέπει, απαραίτητος όρος να είναι η δέσμευση των συμβαλλομένων ότι η επίλυση διεθνών διαφορών σε σχέση με τη θάλασσα ή ο καθορισμός των θαλασσίων συνόρων ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας Τουρκίας – Κύπρου, θα γίνεται από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ή από το Διεθνές Δικαστήριο του Δικαίου της Θάλασσας που εδρεύει στο Αμβούργο), βάσει συμφωνίας που θα περιλαμβάνεται στο πακέτο των συμφωνιών για τη συνολική διευθέτηση του Κυπριακού προβλήματος και η οποία θα κατατεθεί στο αρμόδιο Διεθνές Δικαστήριο. Διότι αν, παρ’ ελπίδα, αφεθούν αυτά τα ζητήματα τα οποία κρίνουν, όχι απλώς το οικονομικό μέλλον, αλλά και την στρατηγική επιβίωση της Κύπρου ως ανεξαρτήτου και κυρίαρχου κράτους, για να ρυθμιστούν μετά την συνολική διευθέτηση, μπορεί κανένας εγκύρως να προβλέψει, ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Κύπρου δεν θα μπορέσει να λάβει οποιαδήποτε απόφαση, λόγω της σταθερά υποστηρικτικής στάσης των Τουρκοκυπρίων έναντι των τουρκικών εθνικών συμφερόντων, σε βάρος της Κύπρου.
Η Τουρκία, προφανώς γνωρίζει ότι οι θέσεις της είναι παράλογες και ότι δεν μπορούν να βασιστούν στο διεθνές δίκαιο. Βρίσκουν θεμελίωση μόνο στην ισχύ την οποία έχει και θεωρεί ότι έχει. Από αυτήν την θεώρησή της πηγάζει και η πεποίθησή της ότι σε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση για οριοθέτηση των θαλασσίων συνόρων με την Κύπρο, ύστερα από μια πολιτική συνολική διευθέτηση του Κυπριακού, θα επιτύχει αυτό που επιδιώκει αφού θα έχει και την αποτελεσματική στήριξη των «Τουρκοκυπρίων» μέσω της «αποτελεσματικής συμμετοχής» τους στη λήψη «σημαντικών αποφάσεων», στο πλαίσιο τη κυπριακής διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, με πολιτική ισότητα σύμφωνα με τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, κλπ, κλπ .
*******
- Γνώμη του συγγραφέα του άρθρου είναι ότι, μια στρατηγική για το Κυπριακό, στην οποία τα θέματα της θάλασσας καθώς και των Βρετανικών Βάσεων και δικαιωμάτων στην Κύπρο, θα έχουν την αρμόζουσα θέση, μπορεί να συμβάλει, αποφασιστικά ίσως, στην επίτευξη του πρώτιστου στόχου.
- mignatiou.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου