Ποιος θα το πίστευε άραγε πριν από μερικούς μόλις μήνες, ότι
θα ερχόταν κάποια στιγμή που το καθεστώς του Μπασάρ Αλ Άσαντ στη Συρία
θα φάνταζε ως ο πιο λογικός συνεργάτης, στην προσπάθεια αποτελεσματικής
στρατιωτικής αντιμετώπισης των δυνάμεων του «χαλιφάτου», προτού ο κατά
Ομπάμα «καρκινικός όγκος» που πρέπει να εξαλειφθεί, προχωρήσει σε…
«μεταστάσεις».
Του ΜΙΧΑΗΛ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Από τη στιγμή που ο Αμερικανός πρόεδρος αποφάσισε την αντιμετώπιση της αιμοσταγούς μεσαιωνικού τύπου ισλαμιστικής οργάνωσης μαχητών IS (Ισλαμικό Κράτος – πρώην ISIL), το αμερικανικό γενικό επιτελείο είχε αντιληφθεί, ότι για να μπορέσει να επιφέρει αποφασιστικό πλήγμα στον αντίπαλο, δεν θα μπορούσε να περιορίσει τις ενέργειες των δυνάμεών του μόνο στο Ιράκ.
Ο σχεδιασμός θα πρέπει να είναι συνολικός και δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει και τη Συρία. Το πρόβλημα είναι βεβαίως, ότι δεν πηγαίνεις απλά σε ένα κράτος, έστω ευρισκόμενο στην κατάσταση της Συρίας, με τους νεκρούς του εμφυλίου να βαδίζουν ταχύτατα προς τις 200.000 και αρχίζεις να εκτελείς επιχειρήσεις.
Ειδικά όταν στην περιοχή είναι τουλάχιστον τρεις παράγοντες που εμπλέκονται στις συγκρούσεις πέραν του IS. Οι αντικαθεστωτικοί (εδώ χωράει επιμέρους κατηγοριοποιήσεις βέβαια), οι κυβερνητικές δυνάμεις και οι Κούρδοι. Οι πρώτοι έχουν αποδειχθεί αναποτελεσματικοί και ενίοτε αναξιόπιστοι ως πολιτική και στρατιωτική δύναμη, ενώ οι τελευταίοι δεν θα επιχειρούσαν πέραν των κουρδικών εδαφών.
Εάν η λογική στο Ιράκ οδηγεί στη μετατροπή του σε μια χαλαρή ομοσπονδία, για ποιον λόγο αυτό δεν θα μπορούσε να είναι η λύση και για τη Συρία; Αντιλαμβανόμαστε τη δυσκολία ραγδαίας αλλαγής της πολιτικής, αφού οι αντιδράσεις που θα προκληθούν θα είναι μεγάλες. Το πρόβλημα όμως που πηγαίνουν για να αντιμετωπίσουν, δεν θα το επιλύσουν και θα παγιδευτούν σε έναν μακροχρόνιο και δαπανηρό αγώνα.
Από τη στιγμή που οι αντικαθεστωτικοί εξαρτώνται απολύτως από τη διεθνή βοήθεια για να παραμείνουν μια σχετικά υπολογίσιμη δύναμη στο πεδίο της μάχης, η λογική υπαγορεύει, ότι θα είναι μάλλον έτοιμοι να αντιληφθούν πως όσο και να ενισχυθούν, το καθεστώς και τους παρανοϊκούς ισλαμιστές, μαζί, δεν θα μπορέσουν να τους νικήσουν. Άρα, ένας ρόλος στην επόμενη ημέρα της Συρίας, με ενδεχόμενη διεθνή εμπλοκή με επιδιαιτητικό ρόλο στο έδαφος, να μπορούσε να δουλέψει.
Στα θετικά αυτής της προσέγγισης, καλό θα ήταν να συνυπολογιστούν άλλοι δυο παράγοντες. Ο ένας είναι η Ρωσία. Η Μόσχα εκτιμάται πως θα ήταν διατεθειμένη να συνεργαστεί για την εξάλειψη του προβλήματος, εάν οι ΗΠΑ υποχωρούσαν από τη βασική τους θέση περί ανατροπής του Άσαντ.
Αυτό θα μπορούσε να οικοδομήσει εμπιστοσύνη και να έχει ευεργετικές επιδράσεις και στο μέτωπο της Ουκρανίας. Όπου άπαντες γνωρίζουν, πως λύση άλλη από την ομοσπονδία, απλώς δεν υπάρχει, κάτι που είχε επισημάνει από την αρχή της σύγκρουσης το «defence-point.gr».
Θα μπορούσε δηλαδή, η συνεργασία σε αυτό το μέτωπο να οδηγήσει σε μια συνολικότερη αποκλιμάκωση, αφού και οι δυο πλευρές δείχνουν να την επιθυμούν κατά βάθος, χωρίς όμως να γνωρίζουν πως αυτό θα γίνει, χωρίς να φανεί ότι η μία ή η άλλη πλευρά υποχωρεί.
Η δεύτερη… παράπλευρη ωφέλεια, είναι η διευκόλυνση των διαπραγματεύσεων για το πυρηνικό οπλοστάσιο του Ιράν, χώρα η οποία στηρίζει με κάθε τρόπο το καθεστώς Άσαντ στη Συρία. Παράλληλα, οι Αμερικανοί οφείλουν να σκεφτούν ότι μια τέτοια ενέργεια θα μπορούσε να οδηγήσει σε μερική αποκατάσταση των σχέσεών τους με την Αίγυπτο, άλλο ένα μέτωπο όπου οι επιδόσεις τους δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και ως ζηλευτές.
Αν επιχειρήσει κανείς να απαριθμήσει τα προβλήματα μιας τέτοιας στρατηγικής, πρώτο και καλύτερο προβάλει το σύνηθες, η Τουρκία του Ερντογάν, που επένδυσε τα πάντα στο χάος της Συρίας, με στόχο την ανατροπή του καθεστώτος, άρα βαρύνεται τουλάχιστον με ηθική αυτουργία για την εκατόμβη των θυμάτων εκεί.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι τα ισχυρά σουνιτικά καθεστώτα, όπως αυτό της Σαουδικής Αραβίας, που επίσης επένδυσαν τα πάντα στην ανατροπή του Άσαντ, στο πλαίσιο της προσπάθειας απομόνωσης του πραγματικού αντιπάλου, του σιιτικού Ιράν. Το Ριάντ όμως τελευταία δείχνει πραγματισμό και αντιλαμβανόμενο τις εξελίξεις, δείχνει ανοιχτό στην αναζήτηση ενός στρατηγικού modus vivendi με την Τεχεράνη…
Τελευταίο πρόβλημα θα μπορούσε να αποτελέσει το Ισραήλ, που με σημαντική καθυστέρηση και αφού κρατήθηκε με κάθε τρόπο εκτός της εμφύλιας διαμάχης στη Συρία, τάχθηκε υπέρ ης απομάκρυνσης του Άσαντ. Ο Σύρος ηγέτης όμως είναι παλιός γνώριμος των Ισραηλινών, αφού είχαν φθάσει κοντά σε συμφωνία για την επιστροφή των Υψωμάτων του Γκολάν.
Κατά συνέπεια και με βάση τα ανωτέρω, εάν οι ΗΠΑ θέλουν να αντιμετωπίσουν, όπως άλλωστε λένε, το πρόβλημα του «χαλιφάτου» και των παρανοϊκών εγκληματιών – ιδρυτών του, θα πρέπει να θυμηθούν σε παραλλαγή μια γνωστή ρήση, προσαρμοσμένη στον Μπασάρ Αλ Άσαντ: «He may be a bastard, but he can be our bastard»… Δε χρειάζεται καν μετάφραση.
Κι εάν ανησυχούν για τον τρόπο προσέγγισης, θα πρέπει να θυμούνται, ότι ποτέ κανείς δε βγήκε χαμένος έχοντας στρατηγική με αρχή και τέλος, αλλά και την αρετή να κάνει κινήσεις διορθωτικές, όταν κάτι αποδεικνύεται ότι ήταν αντιπαραγωγικό και δεν απέδωσε. Επίσης, το επικοινωνιακό κόστος της αλλαγής πολιτικής, θα αντισταθμιστεί από τα αποτελέσματα. http://www.defence-point.gr/news/?p=109791
Του ΜΙΧΑΗΛ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Από τη στιγμή που ο Αμερικανός πρόεδρος αποφάσισε την αντιμετώπιση της αιμοσταγούς μεσαιωνικού τύπου ισλαμιστικής οργάνωσης μαχητών IS (Ισλαμικό Κράτος – πρώην ISIL), το αμερικανικό γενικό επιτελείο είχε αντιληφθεί, ότι για να μπορέσει να επιφέρει αποφασιστικό πλήγμα στον αντίπαλο, δεν θα μπορούσε να περιορίσει τις ενέργειες των δυνάμεών του μόνο στο Ιράκ.
Ο σχεδιασμός θα πρέπει να είναι συνολικός και δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει και τη Συρία. Το πρόβλημα είναι βεβαίως, ότι δεν πηγαίνεις απλά σε ένα κράτος, έστω ευρισκόμενο στην κατάσταση της Συρίας, με τους νεκρούς του εμφυλίου να βαδίζουν ταχύτατα προς τις 200.000 και αρχίζεις να εκτελείς επιχειρήσεις.
Ειδικά όταν στην περιοχή είναι τουλάχιστον τρεις παράγοντες που εμπλέκονται στις συγκρούσεις πέραν του IS. Οι αντικαθεστωτικοί (εδώ χωράει επιμέρους κατηγοριοποιήσεις βέβαια), οι κυβερνητικές δυνάμεις και οι Κούρδοι. Οι πρώτοι έχουν αποδειχθεί αναποτελεσματικοί και ενίοτε αναξιόπιστοι ως πολιτική και στρατιωτική δύναμη, ενώ οι τελευταίοι δεν θα επιχειρούσαν πέραν των κουρδικών εδαφών.
Γιατί
όμως οι ΗΠΑ οφείλουν να προβούν σε αναθεώρηση της πολιτικής τους και να
μιλήσουν στον Άσαντ; Ο πρώτος λόγος είναι η ίδια η αξιοπιστία της
πολιτικής τους: Πως είναι δυνατό στο Ιράκ ο στόχος είναι η πάση θυσία
παραμονή του ως ενιαία κρατική οντότητα, παρά τη de facto τριχοτόμηση
και στη γειτονική Συρία ο στόχος να είναι η… πάση θυσία διάλυση της
χώρας, δίχως να υπάρχουν καν ξεκάθαρες «γραμμές» που να χωρίζουν με
κάποιον τρόπο βιώσιμο τους αντιπάλους.
Εάν η λογική στο Ιράκ οδηγεί στη μετατροπή του σε μια χαλαρή ομοσπονδία, για ποιον λόγο αυτό δεν θα μπορούσε να είναι η λύση και για τη Συρία; Αντιλαμβανόμαστε τη δυσκολία ραγδαίας αλλαγής της πολιτικής, αφού οι αντιδράσεις που θα προκληθούν θα είναι μεγάλες. Το πρόβλημα όμως που πηγαίνουν για να αντιμετωπίσουν, δεν θα το επιλύσουν και θα παγιδευτούν σε έναν μακροχρόνιο και δαπανηρό αγώνα.
Από τη στιγμή που οι αντικαθεστωτικοί εξαρτώνται απολύτως από τη διεθνή βοήθεια για να παραμείνουν μια σχετικά υπολογίσιμη δύναμη στο πεδίο της μάχης, η λογική υπαγορεύει, ότι θα είναι μάλλον έτοιμοι να αντιληφθούν πως όσο και να ενισχυθούν, το καθεστώς και τους παρανοϊκούς ισλαμιστές, μαζί, δεν θα μπορέσουν να τους νικήσουν. Άρα, ένας ρόλος στην επόμενη ημέρα της Συρίας, με ενδεχόμενη διεθνή εμπλοκή με επιδιαιτητικό ρόλο στο έδαφος, να μπορούσε να δουλέψει.
Στα θετικά αυτής της προσέγγισης, καλό θα ήταν να συνυπολογιστούν άλλοι δυο παράγοντες. Ο ένας είναι η Ρωσία. Η Μόσχα εκτιμάται πως θα ήταν διατεθειμένη να συνεργαστεί για την εξάλειψη του προβλήματος, εάν οι ΗΠΑ υποχωρούσαν από τη βασική τους θέση περί ανατροπής του Άσαντ.
Αυτό θα μπορούσε να οικοδομήσει εμπιστοσύνη και να έχει ευεργετικές επιδράσεις και στο μέτωπο της Ουκρανίας. Όπου άπαντες γνωρίζουν, πως λύση άλλη από την ομοσπονδία, απλώς δεν υπάρχει, κάτι που είχε επισημάνει από την αρχή της σύγκρουσης το «defence-point.gr».
Θα μπορούσε δηλαδή, η συνεργασία σε αυτό το μέτωπο να οδηγήσει σε μια συνολικότερη αποκλιμάκωση, αφού και οι δυο πλευρές δείχνουν να την επιθυμούν κατά βάθος, χωρίς όμως να γνωρίζουν πως αυτό θα γίνει, χωρίς να φανεί ότι η μία ή η άλλη πλευρά υποχωρεί.
Η δεύτερη… παράπλευρη ωφέλεια, είναι η διευκόλυνση των διαπραγματεύσεων για το πυρηνικό οπλοστάσιο του Ιράν, χώρα η οποία στηρίζει με κάθε τρόπο το καθεστώς Άσαντ στη Συρία. Παράλληλα, οι Αμερικανοί οφείλουν να σκεφτούν ότι μια τέτοια ενέργεια θα μπορούσε να οδηγήσει σε μερική αποκατάσταση των σχέσεών τους με την Αίγυπτο, άλλο ένα μέτωπο όπου οι επιδόσεις τους δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και ως ζηλευτές.
Αν επιχειρήσει κανείς να απαριθμήσει τα προβλήματα μιας τέτοιας στρατηγικής, πρώτο και καλύτερο προβάλει το σύνηθες, η Τουρκία του Ερντογάν, που επένδυσε τα πάντα στο χάος της Συρίας, με στόχο την ανατροπή του καθεστώτος, άρα βαρύνεται τουλάχιστον με ηθική αυτουργία για την εκατόμβη των θυμάτων εκεί.
Η
Τουρκία όμως, εάν δει ότι το «ποτάμι» πηγαίνει προς μια συγκεκριμένη
κατεύθυνση, θα βρει τον τρόπο να προσαρμοστεί, δεν θα πρέπει να υπάρχει
καμία αμφιβολία περί αυτού. Εξάλλου, τόσο ο Ερντογάν, όσο και ο…
πεφωτισμένος υπερφίαλος νέος πρωθυπουργός, ο Νταβούτογλου, έχουν να
ανησυχούν για τα κεφάλια (εδώ μιλάμε κυριολεκτικά) των Τούρκων
διπλωματικών που έπιασαν ομήρους στη Μοσούλη, που ο δεύτερος εξέθεσε σε
θανάσιμο κίνδυνο, εξαιτίας της προσωπικής του ολιγωρίας και ανεπάρκειας,
στηριζόμενος ότι οι δολοφόνοι της τότε ISIL ήταν εν πολλοίς «δικά του
παιδιά».
Το δεύτερο πρόβλημα είναι τα ισχυρά σουνιτικά καθεστώτα, όπως αυτό της Σαουδικής Αραβίας, που επίσης επένδυσαν τα πάντα στην ανατροπή του Άσαντ, στο πλαίσιο της προσπάθειας απομόνωσης του πραγματικού αντιπάλου, του σιιτικού Ιράν. Το Ριάντ όμως τελευταία δείχνει πραγματισμό και αντιλαμβανόμενο τις εξελίξεις, δείχνει ανοιχτό στην αναζήτηση ενός στρατηγικού modus vivendi με την Τεχεράνη…
Τελευταίο πρόβλημα θα μπορούσε να αποτελέσει το Ισραήλ, που με σημαντική καθυστέρηση και αφού κρατήθηκε με κάθε τρόπο εκτός της εμφύλιας διαμάχης στη Συρία, τάχθηκε υπέρ ης απομάκρυνσης του Άσαντ. Ο Σύρος ηγέτης όμως είναι παλιός γνώριμος των Ισραηλινών, αφού είχαν φθάσει κοντά σε συμφωνία για την επιστροφή των Υψωμάτων του Γκολάν.
Είναι
βέβαιο επίσης, ότι το εβραϊκό κράτος θα βρει τρόπο να ελιχθεί στη νέα
κατάσταση. Τουλάχιστον θα πρέπει να έχει την ικανοποίηση, ότι αφενός θα
βοηθήσει στη διάσωση από θανάσιμο κίνδυνο συμμάχων του όπως οι Ιορδανοί,
τους οποίους απειλεί ευθέως το «χαλιφάτο» και αφετέρου, όλοι όσοι
κάποτε το απειλούσαν με τις συμβατικές τους δυνάμεις δεν μπορούν πλέον
να το πράξουν. Επίσης, θα ευθυγραμμιστούν με την πολιτική του προέδρου
της Αιγύπτου, τη βοήθεια του οποίου έχουν απόλυτη ανάγκη τόσο για να
ελέγξουν την κατάσταση στη Γάζα, όσο και για την αντιμετώπιση της
ισλαμικής τρομοκρατικής δραστηριότητας στη χερσόνησο του Σινά…
Γενικότερα, δεν θα βγει ζημιωμένο, εάν πέσουν συνολικότερα οι τόνοι, ενώ και
το κίνητρο υποστήριξης οργανώσεων όπως η Χαμάς από… διάφορους, στο
πλαίσιο τακτικών τους ελιγμών, θα μπορούσε να μειωθεί σημαντικά.Κατά συνέπεια και με βάση τα ανωτέρω, εάν οι ΗΠΑ θέλουν να αντιμετωπίσουν, όπως άλλωστε λένε, το πρόβλημα του «χαλιφάτου» και των παρανοϊκών εγκληματιών – ιδρυτών του, θα πρέπει να θυμηθούν σε παραλλαγή μια γνωστή ρήση, προσαρμοσμένη στον Μπασάρ Αλ Άσαντ: «He may be a bastard, but he can be our bastard»… Δε χρειάζεται καν μετάφραση.
Κι εάν ανησυχούν για τον τρόπο προσέγγισης, θα πρέπει να θυμούνται, ότι ποτέ κανείς δε βγήκε χαμένος έχοντας στρατηγική με αρχή και τέλος, αλλά και την αρετή να κάνει κινήσεις διορθωτικές, όταν κάτι αποδεικνύεται ότι ήταν αντιπαραγωγικό και δεν απέδωσε. Επίσης, το επικοινωνιακό κόστος της αλλαγής πολιτικής, θα αντισταθμιστεί από τα αποτελέσματα. http://www.defence-point.gr/news/?p=109791
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου