Η επάνοδος του ζητήματος της ΠΓΔΜ στο πολιτικό και διπλωματικό προσκήνιο αποτελεί απόδειξη ότι τα θέματα εθνικής ασφάλειας δεν είναι δυνατόν «να τα έχουμε ξεχάσει σε 10 χρόνια». Γιατί το θέμα των Σκοπίων εξαρτάται, όπως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επεσήμαινε στους εταίρους της τότε ΕΟΚ και προειδοποιούσε τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη το 1992, «από τους συνδυασμούς δυνάμεων που θα προκύψουν στο εγγύς ή στο απώτερο μέλλον στα Βαλκάνια και στην ευρύτερη περιοχή» και δεν νοούνται κοντόφθαλμες πολιτικές.
Του Αλέξανδρου Τάρκα
Σε αυτό το σημείο βρισκόμαστε πάλι, το 2018! Είναι χρήσιμες οι ιστορικές αναδρομές, αλλά δεν είναι η κατάλληλη ώρα γι’ αυτές. Αναφέρουμε, ωστόσο, π.χ. τη διγλωσσία του 1992 που μετατόπισε το θέμα από την Ευρώπη στον ΟΗΕ όπου δεν ήταν δυνατόν να ελεγχθεί, την Ενδιάμεση Συμφωνία που εξελίχθηκε σε ετεροβαρή και την επιτυχημένη οικονομική μας διείσδυση στην ΠΓΔΜ από το 1999 ως σήμερα, η οποία, βεβαίως, δεν έλυσε το πρόβλημα.
Προέχει η εθνική προετοιμασία για τις διαβουλεύσεις αφενός με την ΠΓΔΜ και αφετέρου με το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, επειδή πρόκειται όντως για την πιο κρίσιμη, ίσως τελική, φάση: ενώ μέχρι τώρα όλες οι διεθνείς ρυθμίσεις για την ΠΓΔΜ είχαν έννοια προσωρινότητας, η ένταξή της στους ευρωατλαντικούς θεσμούς θα τη φέρει, λίγο-πολύ, σε θέση ισοδύναμη προς την Ελλάδα.
Το γεγονός θα ήταν, θεωρητικά, ευχάριστο, αν τα Σκόπια ακολουθούσαν πραγματική πολιτική φιλίας και συνεργασίας με την Αθήνα, όπως στα οικονομικά θέματα. Πρακτικά, ήδη οι αοριστολογίες και «εξυπνακίστικες» δηλώσεις του πρωθυπουργού Ζάεφ (ονομασία του αερολιμένα «Μέγας Αλέξανδρος» κ.λπ.) δεν επιτρέπουν αισιοδοξία.
Ίσως θέλει να φανεί σκληρός στην αρχή της διαπραγμάτευσης, αλλά η στάση του δείχνει περισσότερο σιγουριά για τις πιέσεις τρίτων προς την Ελλάδα και λιγότερο βούληση καλής γειτονίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου